Βασισμένη στο ομώνυμο αυτοβιογραφικό μπεστ σέλερ που εκδόθηκε το 2000 από τους επιζώντες της ομάδας, η ταινία μας περιηγεί στη ζωή και τη δράση τεσσάρων φωτογράφων πολεμικού ρεπορτάζ, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 90 βρέθηκαν να καλύπτουν τις αποτρόπαιες βιοπραγίες στην νότιο Αφρική των τελευταίων χρόνων του Απαρτχαϊντ. Μάρτυρες των αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα στις δυνάμεις καταστολών του καθεστώτος (το οποίο στήριζαν και οι Ζουλού εθνικιστές) και των ανταρτών του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου του Νέλσον Μαντέλα, οι παράτολμοι φωτορεπόρτερ κέρδισαν βραβεία Πούλιτζερ, αλλά έζησαν και τις προσωπικές τους τραγωδίες.
Πρώτα από όλα το λέει το όνομά τους: «The Bang Bang Club», ένα κυνικό ψευδώνυμο που τονίζει την εθισμένη στον κίνδυνο φύση των φωτογράφων, οι οποίοι ρίχνονται στη φωτιά για να ανεβάσουν τους σφυγμούς της αδρεναλίνης τους και να νιώσουν ζωντανοί. Δεν είναι ακριβώς ηρωισμός λοιπόν η παρουσία τους σε μια ήπειρο που αιμορραγεί, τέσσερις λευκοί ανάμεσα στις μαύρες φυλές που σφάζονται, με το δυτικό κόσμο να παρακολουθεί μέσα από την πρωινή του εφημερίδα.
Ο Στίβεν Σίλβερ, ο οποίος μεγάλωσε, σπούδασε στην Νότιο Αφρική και έχει καταγράψει τη σύγχρονη ιστορία της μέσα από μία σειρά ντοκιμαντέρ, κάνει εδώ το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη φιξιόν, υπογράφοντας και το σενάριο. Υποτίθεται ότι στα χέρια του κρατάει ένα πραγματικό θησαυρό: οι Γκρεγκ Μαρίνοβιτς, Κέβιν Κάρτερ, Ζουάο Σίλβα και Κεν Οστερμπροκ έζησαν συνταρακτικά αληθινά γεγονότα, κατέγραψαν με τις κάμερές τους ιστορικά ντοκουμέντα, ενώ και οι ίδιοι υπήρξαν τραγικά πλάσματα που πάλευαν με τους δαίμονές τους: τι είδους άνθρωπος είσαι όταν ζεις με τη φρίκη, όταν βλέπεις την εν ψυχρώ εκτέλεση της ανθρώπινης ζωής και κάτι μέσα σου κάνει... κλικ;
Αν προσθέσει κανείς και τις ηθικές προεκτάσεις της ιστορικής συγκυρίας, οι σεναριακές δυνατότητες είναι απεριόριστες και το χτίσιμο ενός σύνθετου, βαθιά προσωπικού αλλά και στιβαρά πολιτικού δράματος είναι βέβαιο.
Μόνο που ο Σίλβερ αποτυγχάνει. Χρησιμοποιεί τα εργαλεία παραγωγής και το διαθέσιμο μπάτζετ του για να αναπαραστήσει -ομολογουμένως άρτια- αιματηρές συγκρούσεις, διαδηλώσεις, εκτελέσεις και σφαγές, όπου οι ρεπόρτερ αποτύπωσαν σε διάσημα φωτογραφικά ντοκουμέντα. Το κάνει με προσοχή στην λεπτομέρεια και έφεση στην βία. Ομως, το σκηνικό της βίας παραμένει ακριβώς αυτό: σκηνικό, με τον Σίλβερ να του ξεφεύγει η ψυχή του στιγμιότυπου, το πραγματικό συναίσθημα, αυτό που θα έκανε το θεατή να νιώσει, να κλονιστεί κι όχι απλά να κοιτάει. Δε χρειαζόμαστε ήρωες που συζητάνε σε μελό σκηνές την κατάρα της φύσης και του επαγγέλματός τους. Δεν συνιστά «ρίξιμο στην μάχη» το ότι η κάμερα μας δείχνει σε κοντινό ένα πολτοποιημένο κορμί. Και ούτε χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι τα ιντερλούδια που καταγράφουν τις ερωτικές περιπέτειες των χαρακτήρων όχι απλά δεν τους εξανθρωπίζουν, αλλά αντιθέτως τους παρουσιάζουν σαν ήρωες φτηνής σαπουνόπερας.
Ποτέ δεν μαθαίνουμε στ' αλήθεια τι υποκινούσε, τι ενέπνεε και τι βασάνιζε το μυαλό των μελών του «bang bang club», ώστε να τους έχει παρασύρει στην άκρη του κόσμου και μπροστά στις σφαίρες ενός πολέμου που δεν ήταν δικός τους. Δεν τους νιώθουμε, δεν τους πιστεύουμε, και για αυτό παρακολουθούμε τις παράτολμες περιπέτειές τους ηδονοβλεπτικά κι όχι με εμπάθεια. Σ' αυτό συντελεί και η επιλογή των ηθοποιών, κυρίως του πρωταγωνιστή Ράιαν Φελίπε, που με το μωρουδίσιο ξανθογάλανο πρόσωπό του δεν μας πείθει στιγμή για την κόλαση του χαρακτήρα του. Αντίθετα, ο Τέιλορ Κιτς (στο ρόλο του τραγικού Κέβιν Κάρτερ, που κέρδισε το Πούλιτζερ για τη διάσημη φωτογραφία του με ένα γύπα να καραδοκεί πίσω από ένα σκελετωμένο κοριτσάκι, αλλά δεν μπόρεσε να ζήσει με τη συνείδησή του) έχει μία γήινη, άσπιλη και ταυτόχρονα σκοτεινή αθωότητα που αφήνει την υπόσχεση σημαντικής ερμηνείας – αν κάποιος του έγραφε ρόλο με τρεις διαστάσεις.
«Βρέθηκα παρών, κομμάτι του όχλου που έσφαζε έναν άνθρωπο» γράφει ο Μαρίνοβιτς στο βιβλίο. «Ημουν μέρος του κύκλου των δολοφόνων και ... πυροβολούσα κι εγώ με την μηχανή μου. Ημουν τρομοκρατημένος, ούρλιαζα μέσα στο μυαλό μου ότι δεν μπορεί, δεν το ζω αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα. Ταυτόχρονα, ψύχραιμα και σταθερά έλεγχα το φως, την ταχύτητα, τους φακούς μου, άλλαζα κάμερες ώστε να έχω τα στιγμιότυπα και σε έγχρωμο και σε ασπρόμαυρο. Ηξερα πάρα πολύ καλά τι έκανα και είχα την αίσθηση της θέσης μου με την ίδια ένταση που μύριζα το αίμα και την μπόχα του ιδρώτα των αντρών γύρω μου...»
Αυτό ζητούσαμε από την ταινία κύριε Σίλβερ, αλλά δεν μας το δώσατε ποτέ.