Ο Τεντέν, ένας ριψοκίνδυνος νεαρός δημοσιογράφος που διψά για περιπέτεια, θα βρεθεί στο στόχαστρο του μυστηριώδους, αποφασισμένου για όλα συλλέκτη Ιβάν Ιβάνοβιτς Σακχαρίν, όταν από καθαρή σύμπτωση θα πέσει στα χέρια του μια ρέπλικα του «Μονόκερου», ενός φημισμένου ιστιοφόρου του 17ου αιώνα. Εν αγνοία του Τεντέν, στα σπλάχνα της κρύβεται μια περγαμηνή, που αποτελεί το πρώτο από τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην ανακάλυψη του ανεκτίμητου θησαυρού του Κόκκινου Ράκαμ, ενός θρυλικού κουρσάρου που σκορπούσε τον τρόμο στην εποχή του. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο διαβολικός Σακχαρίν, ο οποίος θα επιχειρήσει να βγάλει από τη μέση τον Τεντέν, γεγονός που θα οδηγήσει τον τελευταίο σε μια ανεπανάληπτη όσο και ριψοκίνδυνη περιπλάνηση στα πέρατα του κόσμου, με μοναδική συντροφιά του τον θαλασσοδαρμένο φίλο του Καπετάνιο Χάντοκ και τον πιστό του σκύλο Μιλού, ένα πανέξυπνο λευκό φοξ τεριέ...

Δεν είναι ότι ο Σπίλμπεργκ πίστεψε στον Τεντέν σαν να ήταν αυτή η ταινία που χρωστούσε τόσα χρόνια, πρωτίστως στον εαυτό του και μετά σε όσους έσπευσαν τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την απογοήτευση του τέταρτου Ιντιάνα Τζόουνς να τον αποκαθηλώσουν από τον θρόνο του μεγαλύτερου παραμυθά της βιομηχανίας. Επιστρέφοντας με την οργή ενός παιδιού που αρνείται να παραδώσει τα παιχνίδια του και να ενηλικιωθεί, χαρίζοντας αμαχητί τα σκήπτρα στους επίδοξους διαδόχους του, ξαναγράφει την ιστορία της περιπέτειας με την ίδια ορμή που το έκανε όταν ξεκινούσε την δεκαετία του '70 θέτοντας νέους όρους, νέα στάνταρντς, νέα τροφή προς μίμηση.

Δεν είναι ότι ο Σπίλμπεργκ, στην πρώτη του απόπειρα στο animation, ξεσκεπάζει χωρίς ενόχες τον Ρόμπερτ Ζεμέκις και τους ερασιτεχνισμούς του. Αυτό που παραδίδει είναι ένα άσπιλο, τέλειο, σε επίπεδα μοντέρνας Τέχνης motion capture για ελεύθερη χρήση από τις επόμενες γενιές των κινηματογραφιστών που θα δοκιμάσουν να τον ξεπεράσουν. Αποδεικνύοντας πως μετά από τόσα χρόνια που μεταχειριζόταν το live action πατώντας πάνω στους κανόνες του animation, ήρθε επιτέλους η στιγμή να δείξει τα δόντια στο κινούμενο σχέδιο πλάθοντας το με τον τρόπο που μόνο ένας «δημιουργός» θα μπορούσε: σαν όλα αυτά που βλέπουμε να είχαν γυριστεί εκεί έξω και όχι στους τέσσερις τοίχους ενός στούντιο.

Δεν είναι ότι ο Σπίλμπεργκ (ακόμη κι αν κανείς δεν θα το παραδεχθεί ποτέ) ισοπεδώνει κάθε προηγούμενη μεταφορά κόμικ στην μεγάλη οθόνη, ζωντανεύοντας το πνεύμα, το χιούμορ και την φιλοσοφία του Ερζέ φτιάχνοντας στην πραγματικότητα μια ιστορία που ο δημιουργός του Τεντέν θα ζήλευε φριχτά αν μπορούσε να την δει, επειδή και μόνο την έγραψε αλλά όχι τόσο συναρπαστικά όσο ο Σπίλμπεργκ. Από το absurdum του Ζακ Τατί μέχρι τη ναίφ αθωότητα του Χοντρού και του Λιγνού και από το σινεμασκόπ του Ντέιβιντ Λιν (στην σκηνή στην έρημο) μέχρι τις επίμονες αντανακλάσεις που από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή «καθρεφτίζουν» τον άλλο ενήλικο εαυτό μιας παιδικής ταινίας, ο Σπίλμπεργκ επιστρέφει στις απαρχές του σινεμά. Για να παραδώσει μια ταινία κλασική και γι'αυτό μοντέρνα με τον πιο καθαρό ορισμό μιας ταλαιπωρημένης από το σύγχρονο σινεμά έννοιας.

Δεν είναι ότι ο Σπίλμπεργκ σταματάει (ήδη από το πρώτο πλάνο του) κάθε συζήτηση γύρω από την χρησιμότητα του 3D. O «ανάγλυφος» Τεντέν του, το βάθος ενός κόσμου που οφείλει να είναι τρισδιάστατος αν θέλει να είναι αληθινός και μια σκηνή (αυτή της καταδίωξης στο Μαρόκο) ανθολογίας είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως το κάθε μέσο θέλει απλά τον τεχνίτη του. Ή τουλάχιστον έναν άνθρωπο που αγαπάει τόσο πολύ το σινεμά, ώστε να χρησιμοποιεί κάθε νεωτερισμό υπέρ της αφήγησης και όχι του εντυπωσιασμού.

Δεν είναι ότι ο Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί στην πραγματικότητα ένα δοκίμιο πάνω στην αναγκαιότητα της δράσης ως μοναδικής λύσης απέναντι στη ακινησία. Πιο ενθουσιασμένος και από τον Τεντέν όταν ανακαλύπτει το επόμενο στοιχείο που θα τον οδηγήσει στην επόμενη περιπέτεια, ο Σπίλμπεργκ δοκιμάζει και δοκιμάζεται πάνω στις έννοιες της «περιέργειας» και της «αναζήτησης της αλήθειας» κινηματογραφώντας με την όρεξη ενός ανιδιοτελούς κινηματογραφιστή - ντετέκτιβ κάτι ακατόρθωτο: τα όρια στα οποία μπορεί ο σύγχρονος θεατής να καταναλώσει το θέαμα. Χωρίς φρένο, μεθυσμένος σαν τον σαιξπηρικό καπετάνιο Χάντοκ, ο Σπίλμπεργκ δεν δίνει δεκάρα για το μυστικό του Μονοκέρου. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η διαδρομή μέχρι την αποκάλυψη του. Μια διαδρομή που τρέχει πιο γρήγορα από την ανθρώπινη φαντασία, πιο γρήγορα από οποιαδήποτε τεχνολογία, πιο γρήγορα και από τα 24 καρέ της κινηματογραφικής μηχανής.

Είναι ότι ο Σπίλμπεργκ παραδίδει με τις «Περιπέτειες του Τεντέν» την πιο αυτοβιογραφική ταινία της καριέρας του. Φορτωμένος με όλα τα αγαθά μιας τεχνολογίας που μπόρεσε να τον ζωντανέψει στην μεγάλη οθόνη, ο Τεντέν δεν είναι παρά ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ του 2011. Ενα παιδί που θα μπορούσε να ήταν και μεσήλικας, ένας δημοσιογράφος που θα ήθελε να είναι ντετέκτιβ, ένα αφεντικό του πιο έξυπνου σκύλου που γάβγισε ποτέ στην σύγχρονη ποπ κουλτούρα, ένας «κυνηγός» των χαμένων κιβωτών που δεν θα γίνουν ποτέ πρωτοσέλιδα στην πραγματική ζωή αλλά μόνο στα κόμικς, ένας νεορομαντικός που ακόμη κι αν προλάβαινε την έλευση των υπολογιστών θα συνέχιζε να γράφει στην γραφομηχανή του, ένας action hero που είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα εκτός από το «τσουλούφι» του.

Δηλαδή, ένας πραγματικός καλλιτέχνης.