Eνα... διαβολικό γύρισμα της μοίρας και η real estate δραστηριότητα μιας τηλεπερσόνας, θα οδηγήσουν τη λατρεμένη οικογένεια στο επίκεντρο ενός τυπικού, ασφαλούς και «καθαρού» προαστίου και τη μεγάλη κόρη σε ένα συμβατικό δημόσιο σχολείο. Φυσικά, οι Ανταμς δεν θα δυσκολευτούν να προσαρμοστούν σε κάθε νέα συνθήκη της γειτονιάς τους, αλλά οι γείτονές τους, οι συμμαθητές της μικρής και ο κοινωνικός περίγυρος, δεν θα αντέξουν και πολύ την εκκεντρικότητα και το goth μεγαλείο της αξιαγάπητης αλλά και ανατριχιαστικής οικογένειας.
Ενας από τους λόγους που η Οικογένεια Ανταμς αγαπήθηκε τόσο πολύ και γοήτεψε τους πάντες με την μακάβρια και γκροτέσκα αισθητική της, από την πρώτη στιγμή μάλιστα που έκανε την εμφάνισή της το 1938, όταν ο καρτουνίστας Τσάρλι Ανταμς ξεκινούσε να δημοσιεύει τις εικονογραφημένες περιπέτειες της στο περιοδικό New Yorker, ήταν ο τρόπος με τον οποίο σατίριζε την αντίληψη του κόσμου που έχει για το διαφορετικό, αλλά και την ίδια την κανονικότητα που περιβάλλει την αμερικάνικη (και μη) οικογένεια. Από τότε η θρυλική αυτή οικογένεια πέρασε από τα κόμικς στην τηλεόραση και αργότερα στον κινηματογράφο, με μια σειρά από ταινίες και σειρές οι οποίες έχουν καταφέρει να αφήσουν το δικό τους στίγμα στην ποπ κουλτούρα.
Αυτή ακριβώς την αισθητική θέλουν να αναβιώσουν εκ νέου οι δημιουργοί του πανέξυπνου και ιερόσυλα πιπεράτου «Πάρτι με… Λουκάνικα», Κόνραντ Βέρνον και Γκρεγκ Τίρναν, με μια ταινία κινουμένων σχεδίων στην οποία προσπαθούν να συνδέσουν εκ νέου την αγαπημένη γκόθικ οικογένεια με τις ρίζες της, αντλώντας έμπνευση και στοιχεία από τα πρωτότυπα σχέδια του Ανταμς, ενώ παράλληλα προσπαθούν να την μοντερνοποιήσουν τόσο ώστε να αγαπηθεί εκ νέου από μια καινούργια γενιά θεατών.
Αν και το επίπεδο του animation σίγουρα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την ποιότητα και την τεχνική τελειότητα κάποιων άλλων στούντιο του χώρου, αυτή η εκδοχή της «Οικογένειας Ανταμς» καταφέρνει να δείχνει εκ πρώτης όψεως αρκετά ζωντανή και ζωηρή, έχοντας πιάσει το ύφος και τη… μουντίλα με την οποία ο Ανταμς δημιούργησε τους χαρακτήρες και την έπαυλή τους, η οποία μάλιστα έρχεται σε μια υπέροχη αντίθεση με την πολύχρωμη και ταυτόχρονα πλαστική και άψυχη εκδοχή της πόλης με το όνομα Ομοιογένεια. Μέσα της όμως αυτή η «Οικογένεια» δείχνει τελείως κενή και άψυχη.
Είναι απορίας άξιο λοιπόν το πως οι δημιουργοί μιας τόσο αντισυμβατικής ταινίας, όπως ήταν το «Πάρτι με… Λουκάνικα», κατάφεραν να πάρουν αυτούς τους διαχρονικούς χαρακτήρες οι οποίοι εξυμνούν με τις περιπέτειές τους την διαφορετικότητα, και να κάνουν μια ταινία τόσο χλιαρά αδιάφορη, χωρίς καμία φρέσκια ιδέα περιλούζοντάς την με ένα χιούμορ που δείχνει περισσότερο την σαπίλα του, με την κακή έννοια, παρά την μαυρίλα και τα δόντια τα οποία θα περιμέναμε. Θέλοντας να θίξει όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα μπορεί, το μόνο που καταφέρνει είναι να πνίγεται μέσα σε όλες αυτές τις ιστορίες της, χάνοντας όμως γρήγορα τον προσανατολισμό της και αφήνοντας μάλιστα αρκετές από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες του ανολοκλήρωτες.
Το φιλμ φαίνεται πως απευθύνεται σε αρκετά νεαρές ηλικίες, οι οποίες ίσως θα καταφέρουν να ρίξουν ένα χαχανητό εδώ κι εκεί, αλλά ακόμα και οι όποιες αναφορές και easter eggs υπάρχουν διασκορπισμένα (όπως η ροζ έπαυλη των Ανταμς, σαφής αναφορά στα σκηνικά της ασπρόμαυρης σειράς του ’60) δεν είναι ικανά να τονώσουν τη νεκρική βαρεμάρα που νιώθεις ήδη από την αρχή. Ακόμα και όταν το εξαιρετικό καστ το οποίο δανείζει τις φωνές του στη ταινία, με την Κλόι Γκρέις Μόρετζ να κερδίζει μακράν τις εντυπώσεις με την ψυχρά ανέκφραστη ερμηνεία της ως Γουέντσντεϊ, αυτή η «Οικογένεια Ανταμς» δείχνει γρήγορα να έχει παραδοθεί, ψυχή τε και σώματι, σε κάτι το αρκετά «κανονικό». Κι αυτό είναι μάλλον το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να πει κανείς σε οποιοδήποτε από τα μέλη της.