Οταν μια ταινία animation αρχίζει με μια σκηνή στοματικού έρωτα μιας πόρνης σε έναν οδηγό ταξί, όσο στο πίσω κάθισμα κάθεται ο (προφανώς) εξοικειωμένος με τέτοιες σκηνές γιός της, τότε καταλαβαίνεις αμέσως ότι πρόκειται για ένα animation που απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες. Κι όταν αυτή η σκηνή διαδραματίζεται στην Τεχεράνη του σήμερα, τότε γίνεται σαφές ότι πρόκειται για μια ταινία που θέλει να σπάσει τα ταμπού στην απεικόνιση της ζωής στην πολυπληθή πρωτεύουσα του Ιράν και να μας παρουσιάσει την κρυφή της όψη, αυτή που η επίσημη λογοκρισία της χώρας δεν θα άφηνε ποτέ τους εγχώριους κινηματογραφιστές να αποκαλύψουν.

Το «Τα Μυστικά της Τεχεράνης» δεν είναι μια ιρανική παραγωγή (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά μια συμπαραγωγή Γερμανίας και Αυστρίας, γυρισμένη από τον ιρανικής καταγωγής Αλί Σουζαντέ με την τεχνική του ροτοσκοπικού animation, στην οποία οι ηθοποιοί κινηματογραφούνται σε blue screen και μετά προστίθενται ψηφιακά τα σκηνικά και τα τοπία, μια ευφυής επιλογή, η οποία αφενός προσδίδει περισσότερο ρεαλισμό και αμεσότητα, ταυτόχρονα όμως επιτρέπει την εικαστική παρέμβαση και την ελευθερία στο δημιουργό να απεικονίσει με περισσότερη τόλμη σκηνές που είτε δε θα μπορούσαν να γυριστούν διαφορετικά, είτε θα προκαλούσαν εντονότερες αντιδράσεις, όπως η εναρκτήρια.

Οι παράλληλοι και διαπλεκόμενοι βίοι τριών γυναικών κι ενός νεαρού άντρα υφαίνουν τον πολυδαίδαλο και καλειδοσκοπικό αφηγηματικό ιστό της ταινίας, η οποία παραπέμπει σε δημιουργία του Ρόμπερτ Αλτμαν στο πώς καταφέρνει μέσα από την περίτεχνη αφήγηση να δημιουργήσει μια αποκαλυπτική κι εμβριθή τοιχογραφία της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας. Η Παρί, η πόρνη και μητέρα της αρχικής σκηνής, δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο από τον ναρκομανή και φυλακισμένο σύζυγό της κι αναγκάζεται να γίνει παλλακίδα του δικαστή προκειμένου να πετύχει το σκοπό της. Οταν αυτός τη σπιτώσει σε ένα από τα διαμερίσματά του, η Παρί θα γνωρίσει την ντροπαλή Σάρα, η οποία θέλει να εργαστεί, αλλά δεν την αφήνει ο σύζυγός της κι αναγκάζεται να μένει στο σπίτι με τα παραδόπιστα πεθερικά της. Οι δύο γυναίκες θα αναπτύξουν μια δυνατή φιλία, μια αθώα φάρσα, όμως, θα έχει τραγικές συνέπειες.

Στην ίδια πολυκατοικία μένει ο Μπαμπάκ, ένας νεαρός μουσικός που αρνείται να θυσιάσει το καλλιτεχνικό του όραμα κι επιθυμεί να φύγει από τη χώρα. Μετά από ένα one night stand με την Ντονιά, θα πληροφορηθεί την επόμενη μέρα από εκείνη ότι τη διακόρευσε κι ότι πρέπει να βρει χρήματα προκειμένου να αποκατασταθεί χειρουργικά η παρθενιά της, ειδάλλως θα τους εκδικηθεί ο ζηλόφθονας αρραβωνιαστικός της.

Κάθε ένας από τους ήρωες αυτού του κουαρτέτου θα έρθει αντιμέτωπος με τα ταμπού και τους ασφυκτικούς κώδικες συμπεριφοράς μιας θεοκρατικής κοινωνίας, βουτηγμένης στο ψέμα, τη διαφθορά και την υποκρισία, όπου οι φωτογραφίες του Αγιατολάχ Χομεϊνί δεσπόζουν σε κάθε σπίτι και δημόσια υπηρεσία, πίσω όμως από τους τοίχους μια νέα γενιά ασφυκτιά και προσπαθεί να κάνει τη μικρή ή μεγάλη, αλλά πάντα υπόγεια, επανάστασή της σε μια μεγαλούπολη που πνίγει τα όνειρα για μια ελεύθερη ζωή.

Συνεπής στον (εύγλωττο) τίτλο του ο Αλί Σουζαντέ δεν φείδεται στην γλαφυρή απεικόνιση σκηνών που δε φανταζόμασταν ποτέ πως θα δούμε σε ιρανική ταινία (ή έστω σε ταινία που μιλάει ιρανικά): σεξ, ναρκωτικά, underground πάρτι, παράνομες αμβλώσεις κι εκβιασμοί σε ένα αστικό τοπίο απρόσμενα οικείο (η urban Τεχεράνη θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε μεγαλούπολη του πλανήτη), αλλά και τόσο θεμελιακά ξένο, παράλογο και απάνθρωπο στα μάτια του δυτικού θεατή, όπου οι παραβάτες του θεϊκού νόμου απαγχονίζονται και παραμένουν για μέρες κρεμασμένοι για παραδειγματισμό.

Αυτή η σχιζοφρενική και αντικρουόμενη εικόνα της ιρανικής πρωτεύουσας αναδεικνύεται υποδειγματικά με τη χρήση του ροτοσκοπικού animation, το οποίο κάνει την εικόνα, τους ανθρώπους και τα τοπία να πάλλονται από ζωή και χρώμα, αποτυπώνει όμως και την απανθρωπιά, την υποκρισία και την απρόσωπη και τελικά ολοκληρωτική καταπίεση ενός συστήματος που εκμηδενίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Κι είναι η ανάγκη του σκηνοθέτη να καταδείξει αυτή την καταπίεση σε όλο της το φάσμα και τις διαστάσεις που οδηγεί ενίοτε την ταινία στη δημαγωγική ευκολία της αμετροεπούς κοινωνικής καταγγελίας, το Tehran Taboo παραμένει, ωστόσο, ένα εντυπωσιακό τεχνικό και καλλιτεχνικό επίτευγμα, ένα από τα πιο πρωτότυπα animation των τελευταίων χρόνων κι ένας μακρινός αλλά και τόσο κοντινός απόγονος του Persepolis, οι μέρες του οποίου έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.