Τέλη δεκαετίας του '90 στο Ντιγιαρμπακίρ, δύο μικρά παιδιά κουρδικής καταγωγής προσπαθούν να επιβιώσουν στο δρόμο, μετά από την εν ψυχρώ δολοφονία των γονιών τους, από ένα μέλος των μυστικών υπηρεσιών.
Η υπογραφή του Φατίχ Ακίν στην παραγωγή, είναι ο βασικότερος λόγος που το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιράζ Μπεζάρ φτάνει ως τις Ελληνικές αίθουσες. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η ταινία είναι κακή, αλλά κυρίως ότι δεν έχει τίποτα που να την ξεχωρίζει από δεκάδες παρόμοια φιλμ που μοιάζουν να έχουν νόημα στα πλαίσια ενός φεστιβάλ, αλλά μοιάζουν χαμένα σε ένα εμπορικό κύκλωμα που δεν έχει στ αλήθεια ούτε χώρο γι αυτά, ούτε τον τρόπο να την φέρει σε επαφή με το κοινό τους. Συν τοις άλλοις αν σε ένα φεστιβάλ είσαι πρόθυμος να συγχωρήσεις κάποια ελαττώματα ή αδυναμίες στο όνομά της ανακάλυψης ενός καινούριου ταλέντου, το κοινό των αιθουσών δεν είναι (δικαίως), το ίδιο δεκτικό σε κάτι που δεν μοιάζει όσο ολοκληρωμένο θα μπορούσε.
Και η αλήθεια είναι, πως το φιλμ του Μπεζάρ παρά τις όποιες αρετές του, έχει την μυρωδιά και την υφή μιας ταινίας που φλερτάρει με το πρωτόλειο. Ερασιτέχνες ηθοποιοί, εύκολα αναγνωρίσιμες προθέσεις, ηχηρά μηνύματα, ναΐφ κινηματογράφηση και δομή. Ναι μπορεί με αυτό τον τρόπο να πετυχαίνει μια αυθεντικότητα που μια άλλη πιο καλογυαλισμένη ταινία πιθανότατα θα έχανε, αλλά ο τρόπος που χειρίζεται τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες αγγίζει κατά στιγμές έναν σχεδόν ενοχλητικό διδακτισμό.
Σίγουρα ο Μπεζάρ, δεν είναι δίχως ταλέντο, και το επίτευγμα του να καταγράψει έστω και με ελαττώματα, την αλήθεια μιας κοινωνίας κι ενός προβλήματος που η δύση προτιμά να αγνοεί, δεν είναι μικρό κατόρθωμα. Θα ήταν όμως πιο αποτελεσματικό και πολύ πιο ενδιαφέρον αν έδινε τουλάχιστον το ίδιο βάρος στο σινεμά με αυτό που δίνει στο «μήνυμα».