Είναι η πρώτη κινηματογραφική δουλειά που έκανε ο Μπρεχτ, γοητευμένος από την προσωπικότητα και την τέχνη του θρυλικού Καρλ Βάλεντιν, που θεωρούνταν εκείνη την εποχή ο κορυφαίος κωμικός περφόρμερ της Βαϊμάρης. Με τον σκηνοθέτη Εριχ Ενγκελ έγραψαν το σενάριο αυτής της σουρεαλιστικής μικρής φάρσας, που μοιάζει πολύ με τα απλοϊκά στο ύφος νούμερα που παρουσίαζε ο Βάλεντιν στις μπυραρίες του Μονάχου και τα καμπαρέ, με επιρροές από τα ανατρεπτικά καλλιτεχνικά κινήματα του μεσοπολέμου. Ο Βάλεντιν υποδύεται έναν αλαφροΐσκιωτο κουρέα υπεύθυνο για πολλά από τα μυστήρια που συμβαίνουν στο κουρείο του. Κουρεύει τους πελάτες άσχετα από τις επιθυμίες τους, άλλοι βγαίνουν φαλακροί και άλλοι με απείραχτα τα γένια τους, τα εργαλεία του κουρέα είναι τανάλιες και πετονιές, η βοηθός του καταστήματος κάνει μοιραία λάθη και απολαμβάνει το ηλεκτρικό ρεύμα που διαπερνά τα πόδια της. Ενα γκροτέσκο σκετς, εκκεντρικό και παράδοξο, μοναδικό στην ιστορία του κινηματογράφου, που χρησιμοποιεί μοτίβα της ψυχανάλυσης. Ο Μπρεχτ ήταν 25 χρονών όταν έκανε την ταινία και είχε γνωρίσει τον ήδη διάσημο Βάλεντιν - ηθοποιό, περφόρμερ σε καμπαρέ, κλόουν, συγγραφέα και παραγωγό ταινιών - σε μια παράστασή του στο Οκτόμπερφεστ του Μονάχου, το 1922. Τον θαύμαζε τόσο πολύ που ομολογούσε ότι «από αυτόν έμαθα τα περισσότερα από όσα ξέρω» και τον συνέκρινε με τον Τσάρλι Τσάπλιν γιατί κι αυτός «δεν κατέφευγε στη μίμηση και στη φτηνή ψυχολογία». Ακόμα και μετά από αυτό το κινηματογραφικό πείραμα, ο Μπρεχτ ζητούσε πάντα τη γνώμη του για τα θεατρικά του έργα.