Καθώς οι συγγενείς της τακτοποιούν τα πράγματα της 6χρονης Φρίντα αδειάζοντας το διαμέρισμα της αποθανούσας μητέρας της, εκείνη, έξω στον δρόμο, χαζεύει μαζί με άλλα παιδιά τα πυροτεχνήματα πάνω από τη γειτονιά. Προφανώς είναι η πρώτη φορά που αντικρίζει τόσα απαστράπτοντα φώτα στον ουρανό, αν κρίνουμε από την απορία και τον θαυμασμό που ζωγραφίζονται στο βλέμμα της.
Το ίδιο βλέμμα θα ακολουθήσει το ορφανεμένο πλέον κι από τους δυο γονείς κορίτσι σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο σπίτι των θείων του στην καταλανική εξοχή –και σε όλη τη διάρκεια του βιωματικών μνημών δράματος της νεοεμφανιζόμενης στη μεγάλου μήκους Κάρλα Σιμόν. Δύο νέοι κηδεμόνες, βόλτες στην ύπαιθρο με την τρίχρονη ξαδέλφη, αγροτική καθημερινότητα, η φύση ως απέραντος παιχνιδότοπος. Πράγματα ξένα στη μέχρι τότε αστική της ρουτίνα στην πολύβουη Βαρκελώνη.
Μέσα από τον αεικίνητο φακό της Σιμόν, τον κατά κανόνα πολύ κοντινό στη φιγούρα της Φρίντα και ερευνητικό και του παραμικρού μορφασμού της, τα πορτρέτα που θα σχηματιστούν είναι, μολαταύτα, πολλαπλά.
Η ξεγνοιασιά της καλοκαιρινής εξοχής, η επαφή με τη φύση και τα πλάσματά της, το πλατσούρισμα στα νερά και το παιχνίδι στο χώμα, η σκανδαλιά, η σανδαλιά και τα ματωμένα γόνατα συνιστούν από μόνα τους ένα «φωτογραφικό άλμπουμ» που ο καθένας μας κρύβει σε κάποιο ντουλάπι των παιδικών του μνημών και ξεθάβει κάθε που νοσταλγεί την ανεμελιά στην αγνότερη μορφή της.
Ταυτόχρονα, ένα άλλο άλμπουμ, σε πιο μουντά χρώματα, μορφοποιούν οι εικόνες των καπρίτσιων της Φρίντα. Η άρνηση να δένει μόνη τα κορδόνια των παπουτσιών της κι ας ξέρει πώς, μια δόση ζήλειας προς την ξαδέλφη που θα θέσει απανωτά τη ζωή της μικρής σε κίνδυνο, οι ιδιοτροπίες που δοκιμάζουν τις αντοχές της νέας της κηδεμόνα (την οποία θέλει πράγματι να αποκαλεί «μαμά»), τα ψέματα στους παππούδες και τις θείες που ενίοτε την επισκέπτονται, το πείσμα της να τους ακολουθήσει πίσω στη Βαρκελώνη. Μια συστοιχία εικόνων πικρή, όσο και απολύτως χρήσιμη σε κάθε παιδοψυχολόγο.
Ενα τρίτο βαθμιαία σχηματιζόμενο πορτρέτο, το ίδιο καίριο, είναι εκείνο των καινούργιων γονέων της Φρίντα. Παρότι ολόκληρο το φιλμ ξετυλίγεται υπό το πρίσμα της 6χρονης, το ενήλικο ανδρόγυνο έχει περίοπτη θέση στη δραματουργία. Σκιτσάρεται αδρά από τις κουβέντες που «αρπάζει» η Φρίντα, από τις απαντήσεις που παίρνει σε απορίες της, από την αγάπη και την ασφάλεια που μόνιμα νιώθει πως της δίνουν -απλά δεν ξέρει πώς να ανταποδώσει μέσα στον μπερδεμένο της ψυχισμό. Ξέρει όμως η ενήλικη πλέον «Φρίντα», δηλαδή η τριαντάρα σήμερα σκηνοθέτης. Η οποία, την ίδια στιγμή που εξερευνά τη σύγχυση του ανήλικου εαυτού της, κατανοεί βαθιά και ευγνωμονεί βαθύτερα τούτους τους «μεγάλους» που της στάθηκαν ό,τι πολυτιμότερο στη ζωή –ο θείος/μπαμπάς ως σύμβολο της ζαβολιάς και του παιχνιδιού, η θεία/μαμά ως φιγούρα της αφοσίωσης και της υπευθυνότητας.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και το προφίλ της καταλανικής κοινωνίας του ’90 που ξεπροβάλλει ανάμεσα στις (οικογενειακές) γραμμές, δια του προσώπου της θρήσκας, αντιδραστικής, «θρέψε κοράκια» γιαγιάς που αντιδιαστέλλεται επίμονα με το ελεύθερο πνεύμα της αγροτικής φαμίλιας, δεν μπορεί παρά να εκπλήσσεται με τα επίπεδα που κρύβει μια τόσο ανεπιτήδευτη στα χαρτιά ιστορία. Και με το πόσο σοφά τα δένει η δημιουργός της σε ένα φιλμ συμπαγές μέσα στην αυτοσχέδια όψη του, σπαραχτικό μέσα στην πλήρη αποχή του από συναισθηματικούς εκβιασμούς, και επίμονα αέρινο μέσα στην υπό μελέτη διαδικασία πένθους και προσαρμογής.
Και κάτι ακόμα - μια δική μας απορία: Πώς αλήθεια κατάφερε η Σιμόν να διευθύνει τόσο άψογα τα δύο παιδάκια στις σκηνές των μετά διαλόγου υπαίθριων παιχνιδιών τους; Πώς επιτυγχάνεται τέτοια ερμηνευτική φυσικότητα στη σκηνοθεσία όχι ενός (αυτό το έχουμε ξαναδεί πολλάκις), αλλά δύο παιδιών προσχολικής ηλικίας που διαδρούν επί ώρα συνομιλώντας; Προκειμένου για μυθοπλασία, μιλάμε για άθλο που αξίζει κινηματογραφικής ανθολόγησης.