Το «Ενα Αξέχαστο Καλοκαίρι» είναι μια ταινία φτιαγμένη για να συγκινήσει, να προκαλέσει νοσταλγία, να σε παρασύρει σε αυτό που ήταν ανέκαθεν η παιδική ηλικία: ένα rollecoaster συναισθημάτων από την απόλυτη ευτυχία στον απόλυτο τρόμο και ξανά πάλι πίσω στην ανεμελιά του «όλα είναι πιθανά». Ταυτόχρονα, το «Ενα Αξέχαστο Καλοκαίρι» είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων - όχι μόνο επειδή βραβεύθηκε ως τέτοιο στη Berlinale του 2017, ως αφετηρία μιας σειρά διακρίσεων που οδήγησαν την ταινία στην επίσημη υποβολή της Ισπανίας για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και σε τρία βραβεία Goya, ανάμεσα στα οποία αυτά της καλύτερης πρωτοεμφανίζομενης σκηνοθέτη.
Το σημαντικότερο όμως απ' όλα τα παραπάνω είναι ότι το «Ενα Αξέχαστο Καλοκαίρι» είναι η προσωπική ιστορία της ίδιας της Κάρλα Σιμόν που το καλοκαίρι του 1993 έζησε για πρώτη φορά μαζί με τη νέα της οικογένεια στο δρόμο προς μια ενηλικίωση που δεν θα ξεχάσει ποτέ... Στο Flix, η νεαρή σκηνοθέτης μας μίλησε για τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη μνήμη, τη μυθοπλασία, τη σημασία του να μεγαλώνεις σε έναν κόσμο που μοιάζει έτσι κι αλλιώς με σινεμά, την ανεξαρτησία της Καταλονίας και την οικογένεια που δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη.
Η Κάρλα Σιμόν μαζί με τη μικρή πρωταγωνίστρια της ταινίας, Λάια Αρτίγκας, στα γυρίσματα του «Ενα Αξέχαστο Καλοκαίρι»
Η ταινία είναι η ιστορία μου. Η μητέρα μου πέθανε από AIDS όταν ήμουν έξι ετών. Ο πατέρας μου είχε ήδη πεθάνει. Και το καλοκαίρι του 1993 το πέρασα με μια νέα οικογένεια. Ηταν σημαντικό για μένα να μιλήσω μέσα από αυτή την ιστορία για μια από τις πιο σκοτεινές εποχές της Ισπανίας. Επίσης ήταν η δική μου παιδική ηλικία και αυτές ήταν οι γλυκές μου αναμνήσεις και ήθελα με κάποιο τρόπο να τις μεταφέρω στην οθόνη. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω πλέον τι απ' όλα είναι μέρος των αναμνήσεών μου και τι μέρος του σεναρίου.
Δεν έκανα την ταινία ως μια μορφή θεραπείας. Υπάρχουν δύο ή τρεις σκηνές που είναι αυτούσιες οι αναμνήσεις μου, αλλά η ταινία δεν είναι ακριβώς η ζωή μου. Τα συναισθήματά μου, ό,τι θυμάμαι να νιώθω εκείνα τα χρόνια ήταν η αφετηρία και μαζί πράγματα που μου είπαν όσοι ήταν γύρω μου. Η ταινία είναι μυθοπλασία.
Εμπνεύστηκα από ταινίες με κεντρικούς ήρωες παιδιά. Στην Ισπανία έχουμε δύο διάσημες ταινίες με παιδιά: το «Θρέψε Κοράκια» και το «Πνεύμα του Μελισσιού». Και στις δύο υπάρχουν πολύπλοκοι χαρακτήρες παιδιών αλλά και μια διακριτική ματιά πάνω στην κοινωνική κατάσταση της κάθε εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Ηθελα το ίδιο για την ταινία. Και η «Ponette» του Ζακ Ντουαγιόν ήταν μια έμπνευση, σε σχέση με το πώς ένα μικρό παιδί αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται το θάνατο.
Η ταινία μιλάει για μια συγκεκριμένη γενιά που μεγάλωσε στη δικτατορία του Φράνκο. Είναι η γενιά των γονιών στην ταινία που είδαν να έρχεται η δημοκρατία. Ηταν μια περίοδος ευτυχίας, αλλά και μια περίοδος ενδοσκόπησης. Ηταν η εποχή όπου η ηρωίνη κυκλοφορούσε ελεύθερα στους δρόμους. Πολλοί νέοι έγιναν χρήστες. Και μετά ήρθε το AIDS. Υπάρχουν πολλά παιδιά σαν εμένα. Που οι γονείς τους πέθαναν από AIDS και αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν με τους παππούδες, τις γιαγιάδες, τους θείους. Ηθελα να μιλήσω γι' αυτό, μαζί με την ιστορία μιας χώρας, της Ισπανίας, που άρχισε να μεγαλώνει...
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι η ιστορία, η ιστορία μου, θα είχε παγκόσμια απήχηση. Ο παραγωγός μου ήταν σίγουρος ότι αυτή η ιστορία μπορούσε να αγγίξει μια μεγάλη μερίδα κόσμου, αλλά εγώ δεν ήμουν σίγουρη. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να πω αυτήν την ιστορία.»
Η επιλογή των ηθοποιών κράτησε πολύ καιρό. Για τα παιδιά κάναμε κάστινγκ έξι μήνες, μέχρι να βρούμε τα κορίτσια που θα μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα αυτό που είχα στο μυαλό μου. Αλλά και για τους ενήλικες, η διαδικασία πήρε χρόνο. Δουλέψαμε με αυτοσχεδιασμούς προκειμένου οι ενήλικες να γνωριστούν με τα παιδιά και όταν φτάναμε στο γύρισμα να έχουν ήδη ζήσει κάτι που να μπορούν να το μοιραστούν. Κάναμε πολλές πρόβες σύμφωνα με το σενάριο που τα κορίτσια δεν διάβασαν ποτέ. Στη διάρκεια του γυρίσματος μιλούσα συνέχεια, επαναλάμβανα τις ατάκες, μάθαινα τα κορίτσια τι πρέπει να πούνε.
Το σημαντικό για το μικρό κορίτσι που υποδύεται τη Φρίντα δεν ήταν να καταλάβει τι παίζει. Το σημαντικό ήταν να δημιουργήσει τις κατάλληλες σχέσεις με τους υπόλοιπους ηθοποιούς γύρω της. Τα συναισθήματα όλων των ηθοποιών ήταν πολύ κοντά σε αυτά των χαρακτήρων. Οι διαχωριστικές γραμμές ήταν πολύ λεπτές. Η Λάια (σ.σ. το δεκάχρονο κορίτσι που υποδύεται τη Φρίντα) έχει μια πολύ σκοτεινή πλευρά που θέλησα να εξερευνήσω.
Οσο περισσότερες γυναίκες κάνουν σινεμά, τόσο θα αλλάζουν οι ιστορίες που αφηγούμαστε. Αυτό είναι κάτι που χρειαζόμαστε, ανεξάρτητα αν γυναίκες, όπως εγώ, δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ κάποιο πρόβλημα στο χώρο εργασίας. Είναι σημαντικό να το συζητάμε. Και όσο περισσότερες γυναίκες βλέπουμε να κάνουν σινεμά, τόσο περισσότερες θα αποφασίζουν να κάνουν σινεμά. Εμείς οι γυναίκες, χρειαζόμαστε αναφορές...
To θέμα γύρω από την ανεξαρτησία της Καταλονίας μοιάζει με μια ταινία δράσης. Δεν μπορώ να την παρακολουθήσω. Τα πράγματα γίνονται τόσο γρήγορα. Αναπτύσσονται τόσο γρήγορα τα άκρα. Ο κόσμος νιώθει ήδη κουρασμένος. Δεν ξέρω πραγματικά τι μπορεί να γίνει. Ούτε έχω μια καθαρή γνώμη για το τι είναι το σωστό.
Αυτό που θα ήθελα να αποκομίσει ο κάθε θεατής από την ταινία είναι το μη δεδομένο της οικογενειακής αγάπης. Για τους περισσότερους, το να έχουν γονείς, αδέρφια, να ζουν μέσα σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον είναι κάτι το φυσικό. Δεν είναι όμως για όλους. Κάποιοι χρειάστηκε να χτίσουν αυτές τις σχέσεις από την αρχή.