Γαλλία του 1940 κι ένα μικρό χωριό έξω από το Παρίσι τίθεται υπό γερμανική κατοχή. Η νέα κι όμορφη Λουσίλ ζει με την καταπιεστική πεθερά της, περιμένοντας νέα από τον αγνοούμενο άντρα της. Ο Γερμανός αξιωματικός που θα τοποθετηθεί στο σπίτι τους είναι κούκλος μια και τον παίζει ο Ματίας Σένερτς, έχει ευαίσθητη ψυχή και αγάπη για το πιάνο. Τι τυχερό που παράλληλα αποκαλύπτεται ότι ο σύζυγος της Λουσίλ την απατούσε με μια συντοπίτισσα. Κι έτσι ανάμεσα στην ευάλωτη κοπέλα και τον (όχι φανατικά) Ναζί θα ξυπνήσει ένας έρωτας που για να επιβιώσει θα σταθεί ενάντια σε πολιτικές, εθνικές κι ηθικές αρχές.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης του «The Duchess» με την Κίρα Νάιτλι μεταφέρει στην οθόνη το ιδιότυπο best-seller, γραμμένο στην ουσία από τη Γαλλo-Oυκρανή Εβραία Ιρέν Νεμιρόνσκι που πέθανε στο Αουσβιτς προτού προλάβει να ολοκληρώσει το σύγγραμμά της για τη ζωή στη γερμανική κατοχή. Κρίμα που ένα τόσο αυθεντικό λογοτέχνημα ισοπεδώνεται στο στρατόπεδο του ακαδημαϊσμού και των κλισέ. Η πλοκή δίνει άφθονες ενδιαφέρουσες αφορμές: τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στην πεθερά και τη νύφη που σταδιακά ανατρέπεται λόγω των συνθηκών, τη γέννηση ενός έρωτα κόντρα στη λογική, τη διαβίωση των Γάλλων της επαρχίας κάτω απο τον ναζιστικό σαδισμό, το προφίλ της κοινότητας που διασπάστηκε ανάμεσα στην αντίσταση, την υποταγή και τον φιλοφασισμό.
Ολα αυτά τα στοιχεία, ο Σολ Ντιμπ τα λειαίνει σε μια ιστορία που δεν υπερβαίνει το άρλεκιν εποχής, ενισχυμένη από τη ρομαντική φωτογραφία του Εντουάρντ Γκράου του «Buried». Εξίσου προβλέψιμες είναι κι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστριών, με την Κριστίν Σκοτ-Τόμας να υποδύεται για πολλοστή φορά την καρικατούρα της Κριστίν Σκοτ Τόμας και με τη Μισέλ Γουίλιαμς να παίζει ξανά σαν τρυφερός μίσχος που κάτι του μυρίζει άσχημα. Μόνος ο Ματίας Σένερτς στήνει ένα χαρακτήρα που ξεπερνά σε δύναμη και ένταση τις προδιαγραφές του ρόλου του.