Ο Μαρτίν είναι ένας νεαρός, παθιασμένος γλωσσολόγος. Στο πλαίσιο της έρευνάς του πηγαίνει στην μεξικάνικη ενδοχώρα, σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου παλιότερα μιλιόταν από τους ιθαγενείς η γλώσσα Ζικρίλ. Πλέον, την μιλάνε μόλις τρεις μεγάλης ηλικίας άνθρωποι στον κόσμο: μια γυναίκα και δύο άντρες. Όταν η γυναίκα πεθαίνει, μένουν μόνον ο δον Εβαρίστο και ο δον Ισάουρο, ως οι μοναδικοί που γνωρίζουν τη συγκεκριμένη γλώσσα. Ο Μαρτίν θέλει να τους βάλει να συνομιλήσουν έτσι ώστε να καταγράψει τους διαλόγους τους και να μελετήσει τη γλώσσα προκειμένου να τη διατηρήσει ζωντανή, να μην πεθάνει μαζί τους.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: οι δύο γέροι χωρικοί είναι μαλωμένοι και δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα εδώ και 50 χρόνια. Για ποιον λόγο μάλωσαν οι δύο τους, ενώ στα νιάτα τους ήταν αδελφικοί φίλοι;Υπάρχει κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό; Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να βρει κανείς εξιλέωση; Πού βρίσκεται αυτό το εξωτικό μέρος όπου λέγεται πως κατοικεί η αληθινή αγάπη; Και είναι σήμερα η γλώσσα που μιλούν οι ερωτευμένοι καταδικασμένη να μείνει αμετάφραστη;

Φωτογενές από κάθε άποψη, από την υπέροχη φωτογραφία μιας φύσης που μοιάζει από μόνη της ικανή να κρατήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ταινία, μέχρι τους χαρακτήρες που έχουν όλοι τους την δική τους ιδιαιτερότητα και σεναριακή λάμψη, το «Ονειρεύομαι σε Αλλη Γλώσσα» είναι μια από εκείνες τις ταινίες που γοητεύουν πρώτα απ όλα με τις εικόνες τους.

Ομως χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια όμορφη επιφάνεια για να κάνει μια ταινία να βυθιστεί πιο βαθιά στην καρδιά και το φιλμ του Ερνέστο Κοντρέρας, έχει ευτυχώς ότι χρειάζεται, ξεκινώντας από μια ιστορία που λειτουργεί σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Το χιούμορ συναντά το δράμα, ένα αίνιγμα κι ένα μυστήριο αφήνουν την δική τους επίγευση στη δράση, ένα ρομάντζο συναντά την γλώσσα του εθνογραφικού σινεμά και κατά στιγμές το φιλμ απογειώνεται σχεδόν στη σφαίρα ενός μαγικού ρεαλισμού.

Στην παράδοση ενός λατινοαμερικάνικου σινεμά που κρατά πάντα στο μυαλό του τον θεατή δίχως να παραμελεί τις ιδιοσυγκρασιακές λεπτομέρειες που χτίζουν τον χαρακτήρα του, η ταινία ισορροπεί με ευκολία ανάμεσα σε κάτι που μπορεί να ικανοποιήσει εξίσου μια μεγάλη μερίδα κοινού, δίχως να παραδίδεται σε υπερβολικές ευκολίες και κλισέ.

Και ίσως αυτή του η διάθεση να παραμείνει ανοιχτό σε όλους το κάνει να μοιάζει λίγο πιο «στρογγυλεμένο» απ όσο θα χρειαζόταν αλλά ακόμη κι έτσι κατορθώνει να μιλά με έξυπνο κι αποτελεσματικό τρόπο για πράγματα όπως η αγάπη και η ηθική, οι στενομυαλες κοινωνικές επιταγές, τη σημασία της παράδοσης και τις άγκυρες με το παρελθόν αλλά και την ανάγκη να θυμόμαστε πως τα λόγια δεν είναι ο μόνος τρόπος να επικοινωνείς και πως μιας γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από τις λέξεις της: είναι οι άνθρωποι που τη μιλούν και τα όνειρα που κάνουν στο δικό της ηχόχρωμα.