O Στύγιος ποταμός ήταν στην ελληνική μυθολογία το μεταφυσικό και συμβολικό σύνορο που χώριζε τον κόσμο των ζωντανών από τον Άδη. Στη σύγχρονη απομαγευμένη εποχή αυτό το σύνορο είναι ακόμα παρόν στις θάλασσες και του ωκεανούς του παγκόσμιου χωριού, όπου οι πρόσφυγες αναζητούν σε άθλιες συνθήκες και με τίμημα τη ζωή τους ένα καλύτερο αύριο, με τον πολιτισμένο κόσμο ανήμπορο να διαχειριστεί ή να αντιμετωπίσει αυτή την ανθρωπιστική κρίση.
Το «Styx» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του αυστριακού Βόλφγκανγκ Φίσερ (μετά το εν πολλοίς άγνωστο ψυχολογικό θρίλερ «Was Du Nicht Siehst»), και η εντυπωσιακή φεστιβαλική του πορεία μετά την πρώτη προβολή στο Πανόραμα της περσινής Μπερλινάλε που κορυφώθηκε με την υποψηφιότητα για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλίου είναι απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί εδώ το προσφυγικό δράμα δεν παρουσιάζεται μεγαλόστομα, ούτε εκπίπτει στον εύκολο συναισθηματισμό μιας ευκαιριακά συγκινητικής αλλά ανώδυνης τελικά θέασης, αλλά απογυμνώνεται με χειρουργική ακρίβεια στο βασικό ηθικό δίλημμα της ατομικής ευθύνης μπροστά στη συλλογική τραγωδία.
Η Ρίκε, γιατρός στο τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ενός νοσοκομείου της Κολωνίας, αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα όνειρο ζωής, να σαλπάρει από το Γιβραλτάρ με το ιστιοπλοϊκό της για τη Νήσο της Αναλήψεως στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού, ανάμεσα στη Βραζιλία και στην Ανγκόλα. Μόνη, αλλά εφοδιασμένη με όλα τα απαραίτητα κι έναν τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό, ονειρεύεται να χαθεί στο απέραντο γαλάζιο και να απολαύσει τη διαδρομή μέχρι τον τελικό προορισμό της ανενόχλητη, κολυμπώντας γυμνή και διαβάζοντας για το νησί που ο Κάρολος Δαρβίνος μετέτρεψε μεταφέροντας φυτά από όλο τον κόσμο από γυμνό ηφαιστειακό βραχότοπο σε έναν νέο Κήπο της Εδέμ, έναν τεχνητό Παράδεισο με πλούσια τροπικά δάση.
Μετά από μια άγρια καταιγίδα, όμως, το ιστιοπλοϊκό της Ρίκε θα βρεθεί κοντά σε ένα ακυβέρνητο αλιευτικό σκάφος, στο οποίο επιβαίνουν δεκάδες εξαντλημένοι πρόσφυγες, που εκλιπαρούν για τη σωτηρία τους. Η γιατρός πράττει αυτό που επιτάσσει το διεθνές ναυτικό δίκαιο και στέλνει σήμα κινδύνου στην ακτοφυλακή, δέχεται όμως την εντολή να μην προσεγγίσει το σκάφος, ούτε να βοηθήσει τους πρόσφυγες, αφού το σκάφος της δεν έχει ούτως ή άλλως το χώρο για τόσα άτομα. Παρά την υπόσχεση, όμως, ότι θα σταλεί σύντομα βοήθεια, οι ώρες περνούν χωρίς να εμφανιστεί κανείς. Κι όταν αρχίσουν οι απελπισμένοι πρόσφυγες να πηδούν από το σκάφος για να την προσεγγίσουν κι οι κραυγές για βοήθεια να λιγοστεύουν δραματικά, η Ρίκε θα σώσει το μοναδικό αγόρι που θα καταφέρει να κολυμπήσει μέχρι το σκάφος της κι αφού του παράσχει τις πρώτες βοήθειες θα περιμένει μάταια την ακτοφυλακή αντιμέτωπη με το δίλημμα αν πρέπει τελικά να δράσει.
Με μια ιστορία που θα μπορούσε άνετα να είναι διανοητικό πείραμα σε μάθημα ηθικής φιλοσοφίας, ο Φίσερ θέτει ορισμένα αναπόδραστα ερωτήματα στην κεντρική ηρωίδα του και κατ’ επέκταση στον θεατή, με την αμεσότητα και την επιτακτικότητα μιας ταινίας τεκμηρίωσης και μια αποδραματοποιημένη προσέγγιση που αυξάνει σταδιακά και μεθοδικά την ένταση, όσο παραμένει ρεαλιστικά γειωμένη στο εδώ και στο τώρα της αδιέξοδης κατάστασης της Ρίκε, η οποία θέλει να βοηθήσει, αλλά δεν μπορεί, εγκλωβισμένη ανάμεσα στις ανθρωπιστικές και ηθικές προσταγές με τις οποίες έχει γαλουχηθεί στο Δυτικό κόσμο (και φυσικά με την αίσθηση του καθήκοντος που επιτείνεται διόλου τυχαία από το επάγγελμά της) και στη γραφειοκρατική απάθεια ενός (αδιευκρίνιστου) κρατικού μηχανισμού διάσωσης που κωλυσιεργεί εγκληματικά.
Ο Φίσερ αξιοποιεί στο έπακρο την απεραντοσύνη του ωκεανού και αντιπαραβάλλει τα εντυπωσιακά πανοραμικά πλάνα με ασφυκτικά κοντινά στην κεντρική ηρωίδα του μέσα στο εσωτερικό του σκάφους της για να επιτείνει την κλειστοφοβική αίσθηση του αδιεξόδου της. Κι ενώ ο συμβολισμός της κατάστασης της Ρίκε είναι προφανής και αντικατοπτρίζει την αδυναμία της ουσιαστικής ατομικής συνδρομής σε ένα τόσο πολυσύνθετο πρόβλημα, η κλινική αποστασιοποίηση της προσέγγισης του Φίσερ σε συνδυασμό με την αποκαλυπτικά δωρική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Σουζάνε Βολφ αναδεικνύουν την αναπόφευκτη ειρωνεία της αντίστιξης ενός κόσμου στον οποίο οι πολίτες των προηγμένων κοινωνιών αναζητούν την περιπέτεια και την ελευθερία στο ίδιο πεδίο στο οποίο οι πρόσφυγες διεκδικούν απελπισμένα τη σωτηρία.
Το «Styx» δεν δίνει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει και δεν παρηγορεί τον θεατή με ασφαλή και βολικά συμπεράσματα. Σε έναν κόσμο, όμως, στον οποίο ο παράδεισος έχει χαθεί, είτε αυτός είναι ένα ειδυλλιακό νησί στη μέση του πουθενά, είτε το καλύτερο αύριο μιας στοιχειώδους διαβίωσης, το βλέμμα της (από)γνωσης της Ρίκε στην τελευταία σκηνή υπενθυμίζει αυτό που έχει τελικά αξία.