Ο μοναχικός Τζον Μέι έχει μόνο τη δουλειά του. Ζει σε μια αποστειρωμένη, λευκή γκαρσονιέρα, δεν έχει οικογένεια, δεν ξέρουμε τίποτα για αυτόν. Οι μέρες του περνούν μέσα από το παράξενο έργο του: υπάλληλος υπηρεσίας που μεριμνά για την κηδεία των ανθρώπων που έχουν πεθάνει μόνοι και κανείς δεν ξέρει τίποτα για αυτούς. Ο Τζον ερευνά τα διαμερίσματά τους, βρίσκει φωτογραφίες, διευθύνσεις, στοιχεία, εντοπίζει συγγενείς ή φίλους, γράφει τους επικηδείους και παραβρίσκεται από σεβασμό στην ταφή ή το κάψιμο των νεκρών. Δεν είναι μόνο εξαιρετικός, τυπικότατος και σχολαστικός με τη λεπτομέρεια. Η δουλειά του είναι η ζωή του. Νιώθει στο μεδούλι του την μοναξιά των ανθρώπων και προσπαθεί να τους αποδώσει μία τελευταία έστω τιμή. Κανείς δεν αξίζει να αποχαιρετήσει αυτό τον κόσμο τόσο μόνος. Τόσο ολοκληρωτικά ξεχασμένος. Οταν το αφεντικό του τον απολύει (γιατί «ξεοδεύει πολύ χρόνο για κάθε νεκρό») ο Τζον προσπαθεί τουλάχιστον να τιμήσει την τελευταία του υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί. Κι εκεί η ζωή του επιφυλλάσσει μία έκπληξη. Ή, μάλλον, δύο...
Ο ιταλικής καταγωγής παραγωγός (και υποψήφιος για Οσκαρ με το «Αντρες με τα Όλα τους» ) Ουμπέρτο Παζολίνι, ανιψιός του Λουκίνο Βισκόντι, υπογράφει τη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα (μετά το « Machan», 2008) με αυτοπεποίθηση: μία ήσυχη και ενοχλητική περιήγηση στην ανελέητη αστική μας μοναξιά. Κάποιος που φοβάται τη ζωή, αφιερώνεται στο θάνατο. Ενας ξεχασμένος άνθρωπος φροντίζει ξεχασμένους ανθρώπους. Ζωές που εγκαταλείπουν τον μάταιο αυτό κόσμο αφήνοντας πίσω ακατάστατα διαμερίσματα, πράγματα και τίποτα άλλο. Ποιοι ήταν; Δεν άγγιξαν κανέναν; Δεν τους αγάπησε κανείς;
Ο Παζολίνι κρατά την σκηνοθεσία του μινιμαλιστική, αποστασιοποιημένη, τυπική - όπως ο ήρωάς του. Ολα είναι «ακίνητα» στην ταινία (το «Still Life» του αυθεντικού τίτλου δίνει τον τόνο και την κινηματογράφησης). Η ζωή που δεν μοιράζεται μοιάζει με θάνατο, ο άτολμος μοναχικός άνθρωπος, με νεκρό.
Ο συγκλονιστικός Βρετανός δευτεραγωνιστής Εντι Μάρσαν (είχε κλέψει την παράσταση ως ρατσιστής δάσκαλος οδήγησης στο «Τυχερή κι Ευτυχισμένη», ενώ τον απαλαμβάνουμε και τηλεοπτικά ως τον αδελφό του «Ρέι Ντόνοβαν») επιτέλους παίρνει έναν πρώτο ρόλο και τον τιμά. Ψύχραιμος, δωρικός, χωρίς μανιέρες, χωρίς ξεσπάσματα, ερμηνεύει τον μοναχικό Τζον με εγκράτεια αλλά και μία αδιαμφισβήτητη παλλόμενη καρδιά που ξεπροβάλλει και ξανακρύβεται τρομαγμένη. Ο ήρωάς του δεν είναι νεκρός ψυχικά. Αγαπά τους ανθρώπους, τους φροντίζει στη λεπτομέρεια, ψάχνει το αγαπημένο τους τραγούδι και γράφει τιμητικά λόγια για να διαβάσουν για αυτούς οι βαριεστημένοι ιερείς. Προσπαθεί να πείσει αδιάφορους ή και οργισμένους συγγενείς να δώσουν στον νεκρό μία τελευταία ευκαιρία. Πληγώνεται προσωπικά όταν δεν τα καταφέρνει. Κουβαλά τη βουβή του θλίψη, που όλοι οι υπόλοιποι ερμηνεύουν ως παραξενιά και ιδιοτροπία.
Ο Παζολίνι καταγράφει με ορκισμένη εγκράτεια αυτόν τον μελαγχολικό ψυχρό κόσμο, χτίζει την συμπάθειά μας στον παγιδευμένο ήρωα, και στο τέλος μοιάζει να του δίνει μία ευκαιρία να σπάσει το περίβλημα. Σαν να αποφασίζει να ανοίξει την πόρτα για να τρυπώσει μία μικρή ηλιαχτίδα φωτός και να ζεστάνει τις παγωμένες επιδερμίδες. Να μπουν χρώματα που θα ξορκίσουν τη γκρι παλέτα της φωτογραφίας. Και τότε, η ταινία παίρνει μία απόφαση που ιδεολογικά μας βρίσκει αντίθετους. Οχι γιατί θέλουμε απαραίτητα οι ταινίες να έχουν χάπι εντ (το αντίθετο). Αλλά γιατί ορισμένα φινάλε κραυγάζουν την ηδονή του σεναριογράφου (στην περίπτωσή μας ο Παζολίνι υπογράφει και το σενάριο) να υπηρετήσει το έξυπνο εύρημα, περισσότερο από την ανθρωπιά της ιστορίας του. Προτιμά να σε ταράξει, να σε σοκάρει, να σε πληγώσει, να σου βγάλει εξυπνακίστικα τη γλώσσα. Αυτά τα φινάλε θυμίζουν «τιμωρίες εξ ουρανού», αλλά είναι ακόμα χειρότερα γιατί ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης έχει αναλάβει το ρόλο ενός μικρού θεού που θέλει να υπερτονίσει, με χαιρέκακο νιχιλισμό, ότι η ζωή είναι άδικη.