Σε μια παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Κορέας, η 25χρονη Γουοντζού και η μητέρα της βρίσκουν καταφύγιο από τα οικογενειακά προβλήματα και τα χρέη που τις κυνηγάνε. Για να αντιμετωπίσει τη μοναξιά και τη βαρεμάρα της, η Γουοντζού, φοιτήτρια σε κινηματογραφική σχολή, γράφει σ’ ένα μικρό σημειωματάριο ένα σενάριο, το οποίο και ξεκινάμε να βλέπουμε στην οθόνη.
Το σενάριο αποτελείται από τρεις ιστορίες, όλες με κεντρική ηρωίδα μια Γαλλίδα, την Αν, που φαντάζει πανέμορφη και εξωτική στους ντόπιους Κορεάτες. Στην πρώτη ιστορία, η Αν είναι μια διάσημη σκηνοθέτης, που επισκέπτεται την κωμόπολη παρέα μ’ έναν Κορεάτη κινηματογραφιστή και την έγκυο γυναίκα του. Στη δεύτερη ιστορία διατηρεί μια παράνομη σχέση κι έχει δώσει εκεί ραντεβού με τον εραστή της. Και στην τρίτη είναι μια ζωντοχήρα την οποία ο σύζυγός της εγκατέλειψε για μια νεαρή Κορεάτισσα. Και οι τρεις ιστορίες έχουν κάποια κοινά συστατικά στην αφήγησή τους: η σεναριακή Γουοντζού δουλεύει στο ξενοδοχείο όπου μένει η Αν και κατά στιγμές δίνει λύσεις στα εμπόδια που προκύπτουν. Η Αν κάθε φορά αναζητά ένα φάρο που βρίσκεται στην περιοχή, δεν μπορεί να τον βρει, αλλά συναντά τον ναυαγοσώστη στην παραλία. Επίσης σε κάθε ιστορία, η Αν και οι υπόλοιποι ήρωες χάνουν αντικείμενα, ομπρέλες, τσάντες και ψάχνουν να τα βρουν, δημιουργώντας διαρκώς μια αίσθηση υπαρξιακής αναστάτωσης και αναζήτησης.
Γραμμένο, σύμφωνα με την σύμβαση του σεναρίου, από μια νεαρή φερέλπιδα κινηματογραφίστρια (την ηρωίδα της ταινίας, Γουοντζού), το φιλμ επιστρατεύει σκόπιμα όλα τα ρομαντικά κλισέ εφηβικών ημερολογίων, κάτι που προσφέρει στην ταινία ανάλαφρες κωμικές στιγμές και μια ευπρόσδεκτη δροσιά. Επιπλέον, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο Σανγκ-σου παρουσιάζει μια παραβολή (ή τρεις…) για τα σημαντικά πράγματα στη ζωή που συνήθως βρίσκονται δίπλα μας αλλά εμείς δεν μπορούμε να τα διακρίνουμε. Τέλος, η συμμετοχή της Ιζαμπέλ Ιπέρ (που τελευταία μοιάζει ενθουσιασμένη από τον κινηματογράφο της νοτιοανατολικής Ασίας, μετά και τη συνεργασία της με τον Μπριγιάντε Μεντόζα στο «Captive») και, ειδικά, σ’ έναν κωμικό, κατά στιγμές αναφορικό στον Ζακ Τατί, ρόλο, ομολογουμένως δίνει στο φιλμ έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό μορφών και πολιτισμών.
Ωστόσο, το «In Another Country» δεν παύει να είναι μια επιφανειακή, χαριτωμένη άσκηση κινηματογραφικής δομής, ένα παιδικό παιχνίδι που εύκολα αποκωδικοποιείται. Εάν η ταινία ήταν, τυχόν, η φοιτητική δουλειά ενός πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, θα τον παρακολουθούσαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Καθώς, όμως, πρόκειται για τη 13η ταινία του Κορεάτη Χονγκ Σανγκ-σου και την 4η που συμμετείχε στο Επίσημο Πρόγραμμα των Καννών (εδώ στο Διαγωνιστικό μάλιστα), αναρωτιόμαστε πού κρύβεται η δημιουργική εξέλιξη του σκηνοθέτη της.