Οταν ο Ντέιβιντ Βνεντ γύρισε την ταινία του «Er ist Wieder da» το 2015, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Τιμούρ Βερμές, με τον Χίτλερ να ξυπνάει στον 21ο αιώνα, το αποτέλσμα ήταν μια αρκετά ενδιαφέρουσα σάτιρα για την Γερμανία του σήμερα, αλλά και ταυτόχρονα, μέσω αυτής, να ένα ισχυρό μήνυμα κατά της αναβίωσης του Ναζισμού σε κόλπους της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας.
Τρία χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης Λούκα Μινιέρο, αποφασίζει να κάνει ένα σχεδόν πιστό ρεμέικ της ταινίας του Βνεντ, αυτή την φορά όμως αντικαθιστώντας τον Χίτλερ με τον Μπενίτο Μουσολίνι, και τον ξυπνά σε μια σημερινή Ιταλία όπου ο εφιάλτης του φασισμού μοιάζει σαν να μην έχει φύγει ποτέ. Το εύρημα που κάνει την ταινία του Μινίερο, τουλάχιστον στην αρχή, ενδιαφέρουσα είναι η απόφαση του να μην ακολουθήσει την οδό του ψευδο-ντοκιμαντέρ, όπως είχε επιλέξει ο Βνεντ στην ταινία του, αλλά να συνδυάσει την μυθοπλασία του «τι θα γινόταν αν…» με ένα ντοκιμαντέρ του «τι συμβαίνει τώρα…», με τον Μουσολίνι να πηγαίνει σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και να παίρνει συνεντεύξεις από πραγματικούς πολίτες.
Μπορεί η ταινία να χαρακτηρίζεται ως κωμωδία, αλλά κάπου εκεί είναι που αρχίζει το γέλιο σιγά σιγά να χάνεται και να αντικαθιστάται με ένα άβολο χαχανητό και μια υφέρπουσα ανατριχίλα. Πώς αλλιώς να αντιδράσεις ακούγοντας τις δηλώσεις πολιτών, οι οποίοι μιλάνε για προβλήματα που απασχολούν όχι μόνο την Ιταλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, όπως το μεταναστευτικό και την οικονομία, πως δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα αν ο «Ντούτσε» επέστρεφε για τα καλά για να κυβερνήσει την χώρα και πάλι, να φέρει πάλι την «τάξη» όπως χαρακτηρίζουν μερικοί τον φασισμό; Σε μια χαρτογράφηση μιας χώρας στα πρόθυρα (αν δεν τα έχει ξεπεράσει ακόμη) πολιτικής νευρικής κρίσης, με τους πολίτες της έτοιμους να αγκαλιάσουν και πάλι οτιδήποτε θα τους κάνει να ξαναζήσουν παλιές ένδοξες εποχές, ακόμα κι αν αυτό λέγεται φασισμός, ξεχνώντας με τεράστια ευκολία τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας τους.
Ομως ο Μανιέρο δεν ασχολείται αρκετά με αυτό. Το αφήνει γρήγορα στην άκρη για να μπει και πάλι στην ιστορία και τους χαρακτήρες του. Προσπαθώντας να δείξει και με πόση ευκολία τα media επηρεάζουν και χαλιναγωγούν την κοινή γνώμη, μοιάζει περισσότερο να λαϊκίζει παρά να σατιρίζει. Τα αστεία δείχνουν άνοστα, τα gags αδιάφορα και οι χαρακτήρες χάρτινοι και ανέμπνευστοι. Ακόμα και ο ίδιος ο Μουσολίνι δείχνει να είναι ένας χαρακτήρας πιο ανάλαφρος από ένα σημείο και μετά με τον Μανιέρο να αποπειράται να τον κάνει και συμπαθή σε σημεία, όπως όταν προσπαθεί να μάθει το ίντερνετ ή μιλάει για την σύντροφο της ζωής του, Κλαρέτα Πετάτσι.
Ολο αρχίζουν αν αποκτούν μια δόση σουρεαλιστικής πραγματικότητας μπροστά στην εικόνα του Μουσολίνι να βγαίνει βόλτα πάνω σε ένα ανοιχτό αμάξι και πολίτες, με καλυμμένα τα πρόσωπά τους, να του κάνουν το φασιστικό χαιρετισμό ή να τρέχουν να φωτογραφηθούν μαζί του ή να του σφίξουν το χέρι, Για κάποιους όλο αυτό ίσως φαίνεται αστείο, για κάποιους η αναβίωση των ακροδεξιών κινημάτων μοιάζει με παιχνίδι (αν αναλογιστεί κανείς το πως το Τραμπ μπήκε στην εξουσία ή τη διαρκή συμμετοχή φασιστικών μορφωμάτων στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια), ίσως κάποιοι να αποκαλύπτουν και τα πραγματικά τους συναισθήματα.
Είναι, όμως, ο φασισμός τόσο ποπ που γίνεται αγαπητός; Από ότι φαίνεται στην ταινία του Μανιέρο η απάντηση είναι πως ναι, και αυτό είναι ίσως το πιο τρομαχτικό απ' όλα.