H Φράνι είναι μία φοιτήτρια ανθρωπολογίας που κάνει τη διδακτορική της εργασία στο Μαρόκο όταν χτυπά το τηλέφωνο της με τραγικά νέα: ένα αμάξι χτύπησε τον Χένρι, τον αδελφό της, και τον άφησε σε κώμα. Η 30χρονη κοπέλα επιστρέφει στην Νέα Υόρκη γεμάτη ανησυχία και τύψεις. Τα αδέλφια είχαν αποξενωθεί, γιατί εκείνη του είχε θυμώσει όταν της ανακοίνωσε ότι παρατάει τις σπουδές του για να γίνει μουσικός. Οσο τώρα αυτός δεν μπορεί πια να της εξηγήσει την μεγάλη του αγάπη κι αφοσίωση στην μουσική, εκείνη ξεκινά ένα προσωπικό ταξίδι για να καταλάβει. Διαβάζει το ημερολόγιό του, ακούει τις πρόχειρες ηχογραφήσεις του, πηγαίνει στα μέρη που σύχναζε και βλέπει τις μπάντες που εκείνος αγαπούσε. Και καθώς το μουσικό είδωλο του Χένρι ήταν ο Τζέιμς Φόρεστερ, η Φράνι τον συναντά και του δίνει τα demos του αδελφού της. Κι εκείνος παίρνει την κιθάρα του και διασχίζει ένα πρωί την πόρτα της εντατικής. Κάπως έτσι ξεκινά μία ιστορία επούλωσης και, ίσως ποιος ξέρει, κι αγάπης...
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Κέιτ Μπάρκερ-Φρόιλαντ παλεύει να κρατήσει μία προσωπική αρμονία μέσα στα τετριμμένα. Ναι, η ιστορία είναι αρκετά μελό. Ναι, ο έρωτας ανάμεσα στην ενοχική αδελφή και το ντροπαλό, χλωμό τραγουδοποιό είναι αρκετά κλισέ. Ναι, δεν κατάφερε να φτάσει την αρτιότητα του οσκαρικού «Once», το οποίο παραμένει πρότυπο για το πώς μία ιστορία για την μουσική γίνεται από το πουθενά ένα indie κινηματογραφικό χιτ.
Ταυτόχρονα όμως, παρά τις εν μέρει κακοφωνίες, η εικόνα της Μπάρκερ-Φρόιλαντ καταφέρνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο: να συλλάβει την συναισθηματική ένταση των τραγουδιών και πώς η μουσική έχει την ανεξερεύνητη μαγική ιδιότητα να κόβει δρόμο και να βρίσκει κατευθείαν στην καρδιά. Μπορεί η σεναριακή και σκηνοθετική της προσέγγιση στην ίδια την ιστορία να είναι φιλότιμη (η σκηνοθέτης προσπαθεί να κρατήσει τους τόνους απλούς και γήινους, τόσο στις οικογενειακές κόντρες όσο και στην ερωτική ιστορία), αλλά άγουρη και απλοϊκή, όμως υπάρχουν διάχυτες στιγμές στην ταινία που η κάμερα δίνει ανάσες και η ηχητική μπάντα λιώνει τις αντιστάσεις σου.
Κι αυτό φυσικά έχει να κάνει με την απεικόνιση της νέας φολκ σκηνής της Νέας Υόρκης, μιας πόλης που κάνει τόσο θόρυβο από μόνη της για να κοντοσταθείς και να ακούσεις πραγματικά το τραγούδι κάποιου στο μετρό, το δρόμο, ή τα μικρά μπαράκια του Μπρούκλιν (οι φαν θα αναγνωρίσετε περάσματα και performances των Sharon Van Etten, Felice Brothers και Dan Deacon, ανάμεσα σε πολλούς άλλους). Ο πρωταγωνιστής Τζόνι Φλιν, ηθοποιός, τραγουδοποιός και ποιητής ο ίδιος, λάμπει, πάλλεται και σε ενδιαφέρει (θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Μάρκους Μάμφορντ και Νικ Ντρέικ) όταν ερμηνεύει τα υπέροχα κομμάτια του soundtrack που έχουν γράψει οι Jenny and Johnny - το indie γκρουπ των Τζένι Λιούις και Τζόναθαν Ράις. Οταν αφήνει την κιθάρα του, δεν έχει την ίδια μαγνητική δύναμη. Εκεί η ταινία είναι άνιση.
Κάτι που κατά τη γνώμη μας τονίζεται και με την επιλογή της Αν Χάθαγουεϊ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο (ο σύζυγός της Ανταμ Σούλμαν είναι ο παραγωγός της ταινίας, μαζί με την ίδια και τον Τζόναθαν Ντέμι). Η οσκαρική ηθοποιός αδυνατεί να εξαφανιστεί κάτω από το δέρμα του κοριτσιού-της-διπλανής-πόρτας ηρωίδας της. Είναι εκεί, ορατή, «η οσκαρική ηθοποιός» με τα τεράστια επιβλητικά θλιμμένα μάτια - ακόμα κι όταν κάποια στιγμή πρέπει να σιγοψυθιρίσει το αγαπημένο της τραγούδι, τής βγαίνει η υψίφωνος των «Αθλίων». Μία άγνωστη κοπέλα, μία νέα πρόταση (όπως στην περίπτωση του «Once») ίσως έδινε τον τόνο «ερασιτεχνισμού» και ειλικρίνειας που επιχειρεί η ταινία και σίγουρα δε θα τόνιζε το χάσμα μεταξύ του overacting της Χάθαγουεϊ και της υποκριτικής ανωριμότητας του Φλιν.
Kρατήστε τις κλεμμένες στιγμές λοιπόν, όπως και στη ζωή. Αυτές που ντύνονται με τραγούδια. Κάποια γίνονται αγαπημένα μας και τα κουβαλάμε. Κάποια τα ξεχνάμε, όμως αυτό δεν αναιρεί ότι κάπου, κάποτε μάς άγγιξαν...