Ο τίτλος της νέας ταινίας της Ελίνας Ψύκου είναι από τους πιο απλούς και μαζί τους πιο περιεκτικούς. Ο Μίσα είναι ένα αγόρι, ένας γιος, της Ρωσίδας Σοφίας, με το γεμάτο νόημα και παράδοση όνομα, που ακούγεται το ίδιο στις δυο Ορθόδοξες χώρες, τη Ρωσία και την Ελλάδα: ότι είναι γιος είναι το μόνο πράγμα που χαρακτηρίζει την ακόμα άγουρη ταυτότητά του κι όταν το νήμα της σύνδεσης ταλανίζεται και πάει να σπάσει, μαζί καταρρέει κι η σχέση του με τη δύσκολη πραγματικότητα.
Η Ελίνα Ψύκου επιλέγει να στήσει την ιστορία της στην Αθήνα των Ολυμπιακών του 2004 (κι ας θυμίζει περισσότερο, με μια παράξενη αισθητική επιλογή της, το 1980), την εποχή που η Ελλάδα θυμήθηκε, υστερικά σχεδόν, κάτι από το ένδοξο παρελθόν της. Εκεί φτάνει ο μικρός Μίσα, με το όνομα της μασκότ των Ολυμπιακών της Μόσχας, αντίστοιχα, για να συναντήσει τη μητέρα του. Η Σοφία, εν αγνοία του, έχει παντρευτεί τον ηλικιωμένο κύριο Νίκο, σε μια προσπάθεια να φτιάξει για το γιο της ένα σπιτικό σε μια ξένη χώρα. Ο κύριος Νίκος, μια παρήχηση του Παραμυθά τού Νίκου Πιλάβιου, βρίσκει την ευκαιρία που πάντα αναζητούσε, να διδάξει τις αρχές της οικογένειας και της πατρίδας σ' έναν απόγονο και κληρονόμο, όσο κι αν απρόθυμο. Τρεις άνθρωποι καμουφλάρουν, ο καθένας με διαφορετικά ψέματα, τη νέα πραγματικότητα της ζωής τους, μήπως έτσι την κάνουν πιο ανεκτή.
Τέσσερα χρόνια μετά την «Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», η Ελίνα Ψύκου επιστρέφει με μια ταινία πλούσια και φιλόδοξη, που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα και το Βραβείο CICAE στο Σαράγεβο. Και το πιο συναρπαστικό, εθιστικό στοιχείο της, είναι ότι η Ψύκου καταφέρνει να συνθέσει ένα ολόδικό της, εξωπραγματικό σύμπαν, φτιαγμένο από μύθους και μυστηριώδεις καταπακτές της φαντασίας, σε μια κατάδυση με εφαλτήριο την αληθινή ζωή.
Φέρνοντας κοντά το μαγικό ρεαλισμό, τις ποπ αναφορές, τη σκληρή αθωότητα των ζώων και την μπερδεμένη ελληνική παράδοση, η Ψύκου, με το ανεξάντλητο ταλέντο της Πηνελόπης Βαλτή στα σκηνικά και την πυκνή φωτογραφία του Διονύση Ευθυμιόπουλου, στήνει έναν κόσμο βγαλμένα από τα παιδικά pop-up βιβλία, όπου το κάθε καδράρισμα εκτείνεται σε βάθος, όπου η κάθε ανοιχτή πόρτα οδηγεί σε μια άλλη παραπέρα, με τη λεπτομέρεια και την πρόκληση ανακάλυψης ενός Γουες Αντερσον και το μπαρόκ των αδελφών Γκριμ. Σ' αυτά τα δωμάτια ενός σπιτιού, ή ενός μυαλού, τα αγρίμια συγκρούονται με τους ήρωες της επανάστασης κι οι εφιάλτες κατευνάζονται μ' ένα μελαγχολικό νανούρισμα.
Η ταινία της Ψύκου έχει για ήρωα ένα παιδί, αλλά ξετυλίγεται στον κόσμο που ορίζουν οι ενήλικες. Η Βάλερι Τσεπλάνοβα κι ο Βίκτορ Κόμουτ στήνουν μια διάφανη, σιωπηλή σχέση, εκείνη με μια πορσελάνινη ερμηνεία, εκείνος με απίθανη για την ηλικία του συγκρατημένη οργή, ενώ ο Θανάσης Παπαγεωργίου χειρίζεται με άνεση και κύρος το ρόλο του επιβεβλημένου αφηγητή του «σωστού» τρόπου ζωής, αναζητώντας κι αυτός το δικό του μύθο.
Στον «Γιο της Σοφίας», το ένα παραμύθι αντικρούει το άλλο: το παραμύθι των Ολυμπιακών της Αθήνας μ' εκείνων της Μόσχας, η επίφαση φιλοξενίας κι ευημερίας σε δυο χώρες βαθιά προβληματικές. Το παραμύθι της δεμένης οικογένειας το άλλο, εκείνο όπου ο ξένος είναι ευπρόσδεκτος κι η προσαρμογή του ειρηνική. Το παραμύθι της συναισθηματικής τόλμης ισοπεδώνεται μπροστά στο συμβιβασμό, ενώ η υπόνοια της βίας χαράζει την κάθε τακτοποιημένη, στολισμένη εικόνα.
Μέσα σ' αυτό τον αισθητικό και νοηματικό πλούτο, η Ψύκου θα κέρδιζε αν είχε αφαιρέσει στοιχεία, που μπορεί να είναι χαριτωμένα, ακόμα και εμπνευσμένα, από την τηλεοπτική σειρά της «Πτωχής Βέρα» μέχρι τη Ρουσλάνα και τον Στάλιν, αλλά συνωστίζονται σε μια αφήγηση ήδη σύνθετη και γεμάτη στοιχεία που κατά στιγμές μπουκώνει. Επιπλέον, η σεναριακή επιλογή της εξέλιξης στο τελευταίο μέρος, από ένα πάρτι γενεθλίων που πηγαίνει εξαιρετικά στραβά και που μπερδεύει την ιδεολογική κατεύθυνση της ταινίας, ως και το λυρικό αλλά τόσο ανοιχτό φινάλε, στέλνει την ταινία σε μια κατεύθυνση που αποπροσανατολίζει τον θεατή και αποφορτίζει απότομα ό,τι έχει, ως τότε, χτιστεί με φινέτσα.
Ωστόσο, αυτή είναι η ταινία μιας ορμητικής σκηνοθέτη και σεναριογράφου, που ξέρει πώς να μιλήσει για το οικείο, κρυφό ή φανερό, με τρόπο αληθινά κινηματογραφικό, κάνοντας το σινεμά που χτίζει την εικαστική μαγεία και τη συναισθηματική ένταση, με τη δική της ταυτότητα και που, επιπλέον, μπορεί να μιλήσει για το τώρα, αντλώντας μύθους από το «τότε» και κρατώντας την υπόσχεσή της για το μετά.