Ελλάδα, άγνωστος χρόνος. Μία παραθαλάσσια πόλη ερειπωμένη κι έρημη. Εκεί, κάθε μέρα από τις 6 μέχρι τις 9 πρέπει να κάνεις ησυχία. Κεραίες από έναν πύργο συλλαμβάνουν παράξενους απόκοσμους ήχους και μία υπηρεσία τους μαγνητοφωνεί. Ο Αρης, ένας 35χρονος άντρας, φτάνει στο ξενοδοχείο του. Εχει βρει δουλειά στην επεξεργασία δεδομένων του πύργου και περιμένει να γνωρίσει τον υπεύθυνο για να ξεκινήσει. Τότε μαθαίνει για τους Εξαφανισμένους. Ανθρωποι που την μια στιγμή είναι με τους αγαπημένους τους και την άλλη χάνονται - απότομα, ανεξήγητα. Που πηγαίνουν; Οι συγγενείς τους δεν σταματούν να τους αναζητούν. Δεν σταματούν να ελπίζουν. Δεν σταματούν να ακούν κασέτες με τις φωνές τους και να τους περιμένουν.

Στο ίδιο ξενοδοχείο μένει και η Αννα. Μία μυστηριώδης κοπέλα που υποφέρει από αϋπνίες. Οπως κι Αρης. Μαζί περπατούν τα βράδια, μαζί κάθονται στο παγκάκι τους στη θάλασσα μέχρι να ξημερώσει. Λίγο λίγο, σε αυτή την ησυχία, συνδέονται, ερωτεύονται. Χαμογελούν, ενώ γύρω τους άνθρωποι λυγίζουν από τον πόνο της απώλειας - καταστρέφουν τις κασέτες, κόβουν το νήμα, επιθυμούν να ξεχάσουν.

Και ξαφνικά, απότομα κι ανεξήγητα η Αννα εξαφανίζεται…

Ο Χρήστος Πασσαλής κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο (μετά το ντοκιμαντέρ «Η Πόλη και η Πόλη» που συνυπέγραψε με τον Σύλλα Τζουμέρκα) πλάθοντας έναν ιδιαίτερο κόσμο. Έναν κόσμο αλλόκοτο, αινιγματικό, φασματικό. Οι κάτοικοι αυτού του κόσμου είναι εξίσου ιδιοσυγκρασιακοί. Κινούνται και μιλούν σαν να ζουν τον χειρότερο εφιάλτη τους - έναν εφιάλτη με τοίχους που σε χωρίζουν από όσα λαχταράς και διαδρόμους με πόρτες δωματίων που παραμένουν κλειδωμένες.

Μόνο το ζευγάρι, ο Αρης και η Αννα, μοιάζουν να έχουν κάτι που τους κάνει ευτυχισμένους, ζωντανούς. Ανάμεσα σε εγκατελειμμένα στην μοναξιά τους ζόμπι, οι δυο τους μοιάζουν με τις μόνες καρδιές που πάλλονται. Σαν να έχουν φτιάξει κι εκείνοι με τη σειρά τους ένα δικό τους σύμπαν - σαν ο έρωτας να τους επιτρέπει να βρίσκονται στο δικό τους, ονειρικό, λίμπο.

Με τον Γιώργο Καρβέλα στη Διεύθυνση Φωτογραφίας, ο Πασσαλής καδράρει πλάνα άρτιας αισθητικής, σκοτεινής ομορφιάς, αιθέριας ατμόσφαιρας. Ο σχεδιασμός του ήχου συμπληρώνει αριστοτεχνικά τον αταξινόμητο τόνο της ταινίας και την bizarre της ενέργεια. Τι ακούμε; Από που;

Ναι, ο συνιδρυτής του Blitz theater group και πρωταγωνιστής του Γιώργου Λάνθιμου («Κυνόδοντας») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο μιλώντας μια γλώσσα κοινή με όλη την καλλιτεχνική του πορεία. Και καθοδηγεί παρόμοια και την Αγγελική Παπούλια κι όλους τους δεύτερους ρόλους σε κωδικοποιημένες ερμηνείες που σε κρατούν σε μία ανεξήγητη απόσταση. Κάποιοι θα βιαστούν να στριμώξουν κι αυτή την ταινία στο κουτάκι του weird cinema.

Δεν είναι καθόλου έτσι. Πρώτον, γιατί, ακόμα κι αν το παράδοξο κλίμα μάς συστήνεται με μία αναγνωρίσιμη φόρμα, το δεύτερο μισό της βαθαίνει σε μια άλλη θερμοκρασία. Και το κυριότερο, γιατί αυτό που βλέπουμε δεν είναι ένα αφηρημένο, αταξινόμητο ποίημα. Ολα έχουν λόγο - δεν υπηρετούν απλώς μία trendy κινηματογραφική σιαθητική. Υπάρχει εξήγηση ακράδαντα ρεαλιστική μέσα στον σκοτεινό λαγούμι του σουρεαλισμού. Μία εξήγηση σπαρακτικά συγκινητική μέσα στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα. Μία εξήγηση ανθρώπινη, που μόλις την συνειδητοποιείς σε τσακίζει.

Εκεί όμως έρχεται ο Πασσαλής να σου βάλει την μάσκα οξυγόνου. Ερχεται το σινεμά να σου χαρίσει την πιο αληθινή φαντασίωση. Ερχεται το όνειρο, μέσα στο όνειρο να σου ψιθυρίσει ότι στη ζωή δεν κάνουμε ησυχία. Ειδικά όταν βρούμε κάποιον που θέλουμε να μένουμε ξύπνιοι, σ’ ένα παγκάκι δίπλα του, μέχρι το πρωί.