Ο υπερήλικας παππούς, ο πατριάρχης της οικογένειας, έχει μείνει στην Ιστορία ως ήρωας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αντιστάθηκε, σκότωσε Ναζί που πήγαν να καταλάβουν το μικρό σλοβενικό χωριό τους και για αυτό του έχουν στήσει άγαλμα. Ο γιος του, ο μεσήλικας Φρανσέ, τον λατρεύει, τον δοξάζει και προσπαθεί να βρει την ευκαιρία να βαδίσει στα ηρωικά του βήματα. Γιατί, διαφορετικά, δεν μπορεί να βρει ταυτότητα, αξία στη ζωή του. Πόσο άντρας είναι, αν δεν αποδείξει κι αυτός πατριωτικό έργο, αν δεν ξεφύγει από τη βαριά σκιά του πατέρα του; Οταν μία γερμανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ ανακοινώνει ότι θα ανοίξει παράρτημα στο χωριό, και μάλιστα, πρέπει να γκρεμίσουν τον ανδριάντα του παππού, ο Φρανσέ ξεσπαθώνει: φοράει τη στολή του και οργανώνει μία τοπική ομάδα εθελοντών για να αναπαραστήσουν μάχες ανάμεσα σε παρτιζάνους και Ναζί, κι έτσι να αφυπνήσουν συνειδήσεις και να εκφράσουν την ηχηρή τους αντίσταση στους Γερμανούς οικονομικούς κατακτητές!
Μάρτυρας της όλης υστερίας, η Βίντα - η κόρη του Φρανσέ που δεκάρα δε δίνει για το ιστορικό παρελθόν των προγόνων της. Καίγεται για το παρόν: η οικονομική κρίση δεν επιτρέπει σε εκείνη και τον άντρα της να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους - να βρουν ένα μικρό σπιτάκι και να μείνουν αυτόνομοι από την θεοπάλαβη οικογένειά της. Αντίθετα, έχουν ξεμείνει στην σοφίτα του οικογενειακού σπιτιού, χωρίς καμία ιδιωτικότητα. Ειδικά αυτή την εποχή, που η Βίντα προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να μείνει έγκυος.
Οσο ο Φρανσέ γυαλίζει τα memorabilia οικογενειακά όπλα κι ετοιμάζεται για πόλεμο και η Βίντα περιμένει τα αποτελέσματα από την κλινική γονιμότητας, η Χριστίνα, η Ελληνίδα εκπρόσωπος της αλυσίδας σούπερ μάρκετ καταφθάνει στο χωριό και πυροδοτεί μάχες - κυριολεκτικές και αλληγορικές.
Η ραχοκοκκαλιά της ιδέας είναι έξυπνη και πικρά κωμική. Η σάτιρα του χάους των γενεών στα σύγχρονα Βαλκάνια είναι καίρια και ακριβής. Οι παλιότεροι με τις ένδοξες ιστορίες τους, φιλτραρισμένες από το λοξό βλέμμα της νοσταλγίας, του υπέρμετρου πατριωτισμού και της επιλεκτικής μνήμης, έχουν κρατήσει πίσω τους νεότερους που δεν ενδιαφέρονται για ακόμα μία ανάγνωση της Ιστορίας. Θέλουν απλώς να πάνε μπροστά, να χτίσουν το μέλλον τους. Οι ενοχές όμως βαραίνουν τους ώμους τους, οι αμαρτίες των γονέων ακόμα τιμωρούν τα παιδιά τους.
Αυτό, το πρώτο μέρος της ταινίας είναι το βαρύ πυρομαχικό της. Ομως ο Ζίγκα Βιρτς («Houston, We Have a Problem») δεν μένει πιστός στο ύφος και τον τόνο του εύστοχου, πικρού, πολιτικού σχόλιου. Είναι επιρρεπής και στη χαριτωμενιά των κλισέ (στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, τους διαλόγους, τις εντάσεις τους) όπως επίσης καταφεύγει εύκολα και στην τουριστική ματιά στις ομορφιές της γραφικής επαρχίας, στους πρόποδες των Αλπεων.
Κι όλα κορυφώνονται στην absurdist αλά Κουστουρίτσα έκρηξη του τελευταίου μέρους, όπου όλα ανατινάζονται εκτός ορίων. Αποκαλύψεις, βαριές αλήθειες, γκροτέσκοι ευνουχισμοί, ένα dildo ως σύμβολο κριτικής στα μούτρα των εθνικιστών, όλα ξεπηδούν από μπαρουτιασμένες κάνες με θράσος και περιπαικτική διάθεση. Είναι όμως αργά. Η γραφικότητα κι η εύπεπτη κωμωδία έχουν κερδίσει και τη μάχη και τον πόλεμο.
«Πυροβολώντας άσφαιρα» είναι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας και κατά ειρωνικό τρόπο και η κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς για αυτήν.