Το 1940, 27 χρόνια πριν κάνει την εμφάνισή της o Captain Marvel της… Marvel δια χειρός των Σταν Λι και Τζιν Κόουλαν, η Fawcett Comics συστήνει στο μηνιαίο περιοδικό Whiz Comics τον Captain Marvel, υπερήρωα γένους αρσενικού. Ή αλλιώς τον έφηβο Μπίλι Μπάτσον που, προφέροντας τη λέξη Shazam!, μεταμορφώνεται σε γεροδεμένο ενήλικα με στολή, κάπα και υπερδυνάμεις τύπου αφύσικο σωματικό σθένος, εκτόξευση κεραυνών από τα χέρια, όραση με ακτίνες Χ, ιλιγγιώδης ταχύτητα, πτήσεις αλά Σούπερμαν.

Μοιραία, θα είναι ο ίδιος ο Σούπερμαν που θα… αφανίσει τον Captain Marvel 13 χρόνια μετά, όταν η DC μηνύει την Fawcett Comics για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων ισχυριζόμενη πως ο ήρωάς της κοπιάρει τον Aνθρωπο από Ατσάλι. Η δημοσίευση οποιουδήποτε σχετιζόμενου με τον Captain Marvel κόμικ σταματά οριστικά και διά νόμου το 1954, μέχρι που το 1972 η Fawcett πουλά στην DC, την ίδια εταιρεία που την είχε μηνύσει, τα δικαιώματα του σύμπαντος του Captain Marvel. Ο οποίος, ελέω του κατατεθέντος στο μεταξύ ονόματος του ανταγωνιστή του στην Marvel, αποκαλείται πλέον Shazam!, ακρωνύμιο από τα αρχικά έξι μυθολογικών αθανάτων –του Σολομώντα, του Ηρακλή, του Aτλαντα, του Δία, του Αχιλλέα και του Ερμή.

Είναι επίσης το 1940, 22 χρόνια πριν την εμφάνιση του Σπάιντερμαν της Marvel δια χειρός των Σταν Λι και Στιβ Ντίτκο, που εγκαινιάζεται με τον μικρομέγαλο Captain Marvel το πρώτο καταγινόμενο με την παιδοψυχολογία ανάγνωσμα κόμικς. Προάγγελος του ορφανού και συνεσταλμένου Πίτερ Πάρκερ, που προικίζεται ξαφνικά με όλη τη δύναμη, το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που στερούταν μετά το τσίμπημα μιας μεταλλαγμένης αράχνης, ο εγκαταλειμμένος από μητέρα, περιοδεύων σε ανάδοχες οικογένειες και αμήχανος στην ανθρώπινη επαφή Μπίλι Μπάτσον αποκτά με την απλή αναφορά μιας λέξης εμφάνιση και ικανότητες που τον κάνουν παλικάρι δημοφιλές και προστάτη των αδυνάτων ατρόμητο. Μια μυστική ταυτότητα που φανερώνει κατά βούληση, ένα alter ego μονίμως έτοιμο για κάθε δοκιμασία: η τέλεια εκπλήρωση της επιθυμίας κάθε παραμελημένου παιδιού.

Επιθυμία των Χένρι Γκέιντεν (σενάριο) και Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ (σκηνοθεσία), από τη δική τους μεριά, είναι να σεβαστούν και τα δύο. Και την ιστορία -τα origins- του άρρενα Captain Marvel, και τα νοήματα -την αλληγορία- που κρύβει το μοτίβο της διπλής του ταυτότητας. Κάτι που γίνεται κατάδηλο τόσο από τις σκηνές των συστάσεων στον χαρακτήρα του Μπίλι Μπάτσον (την «τοποθέτησή» του στο οικογενειακό-κοινωνικό-σχολικό περιβάλλον που τον μορφοποιεί), όσο και από όλες εκείνες, κυρίως στο πρώτο μισό του φιλμ, που θέλουν την εφηβική του ιδιοσυγκρασία, αναστολή και έκπληξη εγκλωβισμένες στο σώμα ενός υπερδύναμου άντρα.

Ωστόσο, τι κι αν οι προθέσεις ηχούν καλές, τι κι αν ο συμπαθέστατος Ζάκαρι Λίβαϊ («Chuck»), ως ενήλικη έκδοση του Μπίλι, αποδίδει αποτελεσματικά τη γλυκιά και θαυμαστή αυτή αιχμαλωσία. Ελάχιστα από τα παραπάνω εγγράφονται τελικά στον νου του θεατή, γιατί απλώς η επίθεση στα μάτια και το θυμικό είναι που απασχολεί πρώτα απ’ όλα την υπερηρωική εξτραβαγκάντζα. Η οποία, όπως οι περισσότερες σήμερα, δεν μπορεί να νοείται χωρίς γελοιογραφικό κακό (ένας μονοδιάστατος Μαρκ Στρονγκ, με σύνδρομο στέρησης πατρικού προτύπου για ξεκάρφωμα), αμολημένα τέρατα (ντεμοντέ και υπερτραφείς καλικάντζαροι, που υποτίθεται πως προσωποποιούν τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα) και οικοδομικά τετράγωνα να ανατινάζονται. Οχι πως δεν ήταν πάντα έτσι για κάθε στούντιο που σέβεται τον τραπεζικό του λογαριασμό. Απλώς η φασαρία μοιάζει τώρα πιο εκκωφαντική και ισοπεδωτική από ποτέ.