Τον τελευταίο καιρό έχουν έρθει τα πάνω κάτω στο DCU. Προσπαθώντας να βρει την δική του κινηματογραφική ταυτότητα, το σύμπαν της DC Comics έχει χαθεί μέσα σε κυκεώνα κακών ή μέτριων ταινιών που ποτέ δεν έχουν καταφέρει να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα σε ένα είδος το οποίο, πλέον, δείχνει να έχει βαλτώσει και ζητά απεγνωσμένα μια γερή δόση ανανέωσης και πρωτοτυπίας.

Ακόμα και οι πιο διασκεδαστικές και ανάλαφρες ταινίες του, όπως ήταν το «Shazam!» του Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ, τέσσερα χρόνια πριν, δεν κατάφεραν ποτέ να δώσουν μια γερή ώθηση στο DCU για να ξεφύγει από τα τετριμμένα. Και για αυτό τον λόγο αλλά και μέσα στο τσουνάμι αλλαγών στο ίδιο το στούντιο της DC, με τις απανωτές ακυρώσειw ταινιών και την ανακοίνωση ενός νέου και ανανεωμένου DCU, το σίκουελ της ταινίας «Shazam!» δεν προσπαθεί σχεδόν καθόλου να αλλάξει την φόρμουλα της προηγούμενης ταινίας, αλλά ούτε να κερδίσει πόντους για την πρωτοτυπία του, χωρίς να έχει τίποτα αξιόλογο, και πόσο μάλλον καινούργιο, να πει. Τουλάχιστον όμως πρόκειται μια διασκεδαστική και τίμια προσπάθεια.

Η ιστορία είναι τόσο τυπική όσο θα περίμενε κάποιος, μια και μέσα σε δυο μόλις σειρές μπορείς να καταλάβεις όχι μόνο το σενάριό της αλλά και το πως αυτό θα εξελιχθεί ως το τέλος. O Shazam βρίσκεται εναντίον της δύναμης που ακούει στο όνομα Κόρες του Ατλαντα τις οποίες πρέπει να τις σταματήσει πριν χρησιμοποιήσουν ένα όπλο που είναι ικανό να καταστρέψει τον κόσμο.

Οπως και οι υπερήρωες της ταινίας έχουν την εφηβική τους ιδιοσυγκρασία εγκλωβισμένη στο σώμα υπερδύναμων αντρών και γυναικών, έτσι και στις ταινίες τους στον πυρήνα τους χτυπά η καρδιά μιας παιδικής αφέλειας. Είναι αυτή που τους δίνει ένα είδος παλιομοδίτικης γοητείας, που σπάνια βλέπεις πλέον σε χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, κάτι που αιχμαλωτίζεται σχεδόν τέλεια στην αρχική διάσωση στη γέφυρα με το τραγούδι «I Need A Hero» της Μπόνι Τάιλερ ως μουσική υπόκρουση – ένα, όπως φαίνεται, σήμα κατατεθέν της DC να έχει στις τελευταίες τις ταινίες παλιές επιτυχίες να ακούγονται κατά την διάρκεια αρχικών, αρκετά εφετζίδικων, σκηνών της.

Η δράση μπαίνει σχεδόν από την αρχή σε αυτόματο πιλότο, με τον Σάντμπεργκ και την κάμερά του να την ακολουθεί μέσα από εκρήξεις, φαντασμαγορικά εφέ (από την δράση στην τέλεια αναπαράσταση του Μουσείου της Ακρόπολης στην αρχή και τα καλειδοσκοπικά αλα «Dr. Strange» εφέ αργότερα, μέχρι και το Τζουμάντζι αρχαιοελληνικής μυθολογίας στο φινάλε) και μάχες σώμα με σώμα, χωρίς ποτέ να ξεφεύγει από την πιο ανάλαφρη και φιλική προς όλη την οικογένεια εκδοχή της - αυτό δηλαδή που σου υπόσχεται το φιλμ από την αρχή.

Από την άλλη όμως το σενάριο δεν φαίνεται να έχει εκείνη τη δυναμική που χρειάζεται για να εξελίσσει τους ήρωές της από την προηγούμενη ταινία, αφήνοντάς τους να δείχνουν εδώ ακόμα πιο χάρτινοι και με λιγότερο ενδιαφέρον. Η πλοκή χρησιμοποιείται απλά ως ένα μέσο από το να πηγαίνει από τη μια σκηνή δράσης στην επόμενη, ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως όλο αυτό δεν βγάζει και αρκετό νόημα, με μια ιστορία η οποία ποτέ δεν ξεφεύγει από τα ίδια τα κλισέ της, με τις ανατροπές να τις περιμένεις από μίλια μακριά.

Ο Ζάκαρι Λέβι παραμένει γλυκύτατος ως την ενήλικη υπερηρωική έκδοση του Μπίλι Μπάτσον, έχοντας έναν αέρα μιας τσιχλόφουσκας που σου σκάει αναπάντεχα και κολλάει στο πρόσωπο σου, αλλά οι κακές Κόρες του Ατλαντα, παρουσιάζονται χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο backstory, καταλήγοντας αρκετά αδιάφορες. Η Ελεν Μίρεν στον ρόλο της Εσπέρας ξεχωρίζει κυρίως με την γοητεία της – αλλά όχι και με το σενάριο που έχει στα χέρια της – ενώ η Λούσι Λιου προσεγγίζει την κακιά Καλυψώ με ένα υπέροχο camp στην ερμηνεία της, το οποίο όμως αρχίζει να ξεθωριάζει αρκετά γρήγορα. Τουλάχιστον, και οι δυο τους φαίνεται να το διασκεδάζουν.

Το «Shazam! Η Οργή των Θεών» είναι αυτό που υπόσχεται από την αρχή και τίποτα παραπάνω. Μια ταινία η οποία επενδύει σε μια από τα ίδια: διασκέδαση, δράση, χιούμορ, συνεχείς αναφορές στην ποπ κουλτούρα, καλούς και κακούς. Και εδώ που τα λέμε, πάνω στην ώρα που το DCU ετοιμάζεται να αλλάξει ριζικά, ποιος ενδιαφέρεται για κάτι παραπάνω από αυτό;