Σύμφωνα με τη βουδιστική φιλοσοφία, «Samsara» είναι ο όρος που περιγράφει τους κύκλους της ύπαρξης: ζωή - θάνατος - μετεμψύχωση σε άλλο σώμα. Για αυτό και η ταινία είναι χωρισμένη σε τρία μέρη. Στο πρώτο, βρισκόμαστε στο Λάος, σ' ένα βουδιστικό μοναστήρι, όπου μικροί μοναχοί διδάσκονται ιερά βιβλία, μαθαίνουν να παρατηρούν τη φύση -την ισορροπία, το δέος και τη σοφία της στα ζώα, τα δέντρα, το νερό, τον ουρανό. Παράλληλα, ένα νεαρό χωριατόπουλο κάθε μέρα διασχίζει το ποτάμι για να διαβάσει αποσπάσματα από το Θιβετιανό «Βιβλίο των Νεκρών» («Bardo Thödol») στην Μον, μία ετοιμοθάνατη γυναίκα που βρίσκει παρηγοριά στο ότι το πνεύμα της θα επιστρέψει στη ζωή. «Θα ήθελα να μετενσαρκωθώ σε ζώο. Ο μόνος λόγος που το θεωρούμε κατώτερο αυτό είναι γιατί εμείς οι άνθρωποι κακομεταχειριζόμαστε τα ζώα. Και θα ήθελα να δω τη θάλασσα. Δεν την έχω δει ποτέ...»
Οταν η Μον πεθαίνει, η ταινία μάς προσκαλεί να ακολουθήσουμε τις μυστικές διδασκαλίες του Bardo Thödol και να εμπιστευθούμε τον σκηνοθέτη Λόις Πατίνιο σ' ένα ταξίδι στο «bardo» - το λίμπο μεταξύ θανάτου και επόμενης ζωής. «Κλείστε τα μάτια. Θα τα ξαναανοίξετε όταν επικρατήσει σιωπή» είναι η κυριολεκτική οδηγία που αναγράφεται στην οθόνη. Και πέφτει μαύρο. Για 15 λεπτά, φυσικοί ήχοι (θροΐσματα του αέρα, τρεχούμενα νερά, ζώα, κραυγούλες παιδιών που παίζουν) μιξάρονται σε μία συμφωνική ορχήστρα του απόκοσμου, ενώ τα ερμητικά κλειστά μάτια του θεατή υπακούουν στον λήθαργο της μαύρης κουρτίνας που ακατάστατα διακόπτεται από βομβαρδισμό χρωμάτων ή άναρχες φλασιές από φως.
«Ξύπνα, γεννήθηκε το κατσικάκι» Οταν ανοίξουμε ξανά τα βλέφαρα μας, στο τρίτο μέρος, βρισκόμαστε στην Ζανζιβάρη. Η επιθυμία της Μον έχει εκπληρωθεί. Επέστρεψε ως ζωάκι που κρατάει παρέα σ' ένα μικρό κορίτσι και τη συνοδεύει παντού - στα παιχνίδια της, το σχολείο, τη θάλασσα. Το τοπίο που η Μον δεν είχε δει ποτέ. Παράλληλα, εμείς παρατηρούμε την καθημερινότητα της οικογένειας του κοριτσιού, την κουλτούρα των ψαράδων της Τανζανίας, τη συλλογή και επεξεργασία φυκιών, ακούμε τις ιστορίες των ντόπιων Μασάι. Ενας εντελώς διαφορετικός κόσμος βρίσκεται μπροστά στο θεατή, μπροστά στην Μον για να εξερευνήσει - μέχρι να κλείσει και αυτός ο κύκλος ζωής, όπου πάλι πρέπει να μην τρομάξει, να αφεθεί με εμπιστοσύνη στον επόμενο...
Ο Λόις Πατίνιο, ξεκάθαρα επηρεασμένος από το μεταφυσικό σινεμά του Απιτσατπόνγκ Βεερασεθάκουλ, αλλά και το πνευματικό βύθισμα που επιβάλουν οι ρυθμοί των ταινιών του Μπέλα Ταρ, συνθέτει μία γενναία νέα πρόταση, μία τολμηρή κινηματογραφική εμπειρία- ό,τι πλησιέστερο σε κινηματογραφικό διαλογισμό.
Χρησιμοποιώντας δύο ξεχωριστούς διευθυντές φωτογραφίας, ο Πατίνιο επιχειρεί μία οπτική ποιητική εξερεύνηση του θαύματος που είναι η ζωή. Στο Λάος, ο Μάουρο Χέρσε καταγράφει με ένταση τις πορτοκαλί ρόμπες των μοναχών, ενώ ξεβάφει τα γαλάζια της λίμνης και του ουρανού, δημιουργώντας μία ονειρική διάσταση μεταξύ πραγματικότητας και πνευματικού κόσμου, διανόησης και φύσης. Ο Πατίνιο αφαιρεί την κανονικότητα της αφήγησης και μάς βυθίζει στη φιλοσοφία των στίχων του Bardo Thödol μέσα από διπλοτυπίες που σκεπάζουν τα σώματα που κοιμούνται (που εξηγούν τα όνειρά μας;) με παραδοσιακά υφαντά ή ψηφιδωτά με βουδιστικές παραστάσεις.
Αντιθέτως στη Ζανζιβάρη, αναλαμβάνει η Τζέσικα Σάρα Ρίνλαντ με μία ατμόσφαιρα περισσότερο γήινη, απτή, σωματική. Οσο οι μοναχοί διαλογίζονται, εδώ οι ψαράδες εργάζονται. Τραχιά χέέρια καθαρίζουν γαρίδες σε κοντινό, σκαμμένα πρόσωπα και κελαηδιστές φωνές πουλάνε την πραμάτεια τους. Μόνο τα παιδιά και τα ζώα πλησιάζουν τη θάλασσα, την άμμο, τη φύση με την αθωότητα της εξερεύνησης, της αφής, της περιέργειας, του παιχνιδιού.
Οι αντιθέσεις στο πώς παρατηρεί η ο Πατίνιο τον κόσμο σε αυτό το «υπαρξιακό ντοκιμαντέρ», όπως ο ίδιος ονομάζει την ταινία του, συνθέτουν από μόνες τους μία κινηματογραφική διατριβή πάνω στο εγκόσμιο και το απόκοσμο, την ψυχή και το σώμα, τη ζωή και το θάνατο.
Είναι το αποτέλεσμα επιτυχημένο; Ο μέσος θεατής ίσως να μην το αντέξει, ενώ ένα προπονημένο σινεφίλ, φεστιβαλικό κοινό θα το εκτιμήσει. Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως, πόσο θαρραλέο είναι ότι κάποιος τολμά κάτι που αναγάγει το σινεμά σε πνευματική αίρεση: Βουδισμός, ισλαμισμός, χριστιανισμός, όλες οι θρησκείες προτάσσουν το δικό τους δόγμα για το τι συμβαίνει στον άνθρωπο όταν πεθάνει, αλλά ο Πατίνιο προτείνει την κινηματογραφική αίθουσα ως δική μας εκκλησία. Με μια ταινία που ζει, πεθαίνει, μετενσαρκώνεται και ξαναζεί.