Ο Ευαγγελιστής Νταν είναι ένας μεγαλομανής «υπηρέτης του Θεού», ένας χαρισματικός νάρκισσος, ένας θρησκευτικός και βαθιά πολιτικός ηγέτης μίας μικρής κοινότητας στην οποία η φιγούρα του δεσπόζει πολύ πιο έντονα από αυτή του εσταυρωμένου. Στόχος του είναι η κατασκευή ενός κλειστού χριστιανικού προαστίου, όπου το ποίμνιό του θα ζει κάτω από τις προσταγές του Θεού και φυσικά τις δικές του.
O Καρλ είναι ένας αναγεννημένος Χριστιανός - ένας πρώην προσκυνητής του sex, drugs and rock 'n' roll δόγματος που αλλαξοπίστησε στα χέρια των οπαδών του Ευαγγελιστή Νταν. Σήμερα προσπαθεί να ζήσει ενάρετα, στο πλευρό της μανιακής θρησκόπληκτης συζύγου του και του ξύλινου, βετεράνου πεθερού του. Παραμονές της έναρξης του τεράστιου έργου ανοικοδόμησης της «πόλης του Θεού», ο Καρλ γίνεται μάρτυρας μία δολοφονίας: ο Ευαγγελιστής Νταν, από λάθος, σκοτώνει έναν άθεο καθηγητή και αντίπαλό του. Και το σκάνδαλο δεν σταματά εκεί: ο ιερέας φορτώνει το φόνο στον αφελή Καρλ και πείθει κι όλη την Εκκλησία του ότι έτσι έχουν τα πράγματα...
Ο Πιρς Μπρόσναν επανασυνδέεται με τον Κρεγκ Κινίαρ σε ακόμα μία μαύρη κωμωδία μετά το «Madator». Μόνο που εκείνο το πανέξυπνο σενάριο ήταν γεμάτο τολμηρές ιδέες, εκπλήξεις, ανατροπές, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ. Η ταινία κουβαλάει έναν αιρετικό αέρα που δεν έχει στα αλήθεια κατακτήσει, καθώς η επανάληψη των όσων ήδη γνωρίζουμε για την παράνοια του Χριστιανικού φονταμενταλισμού, μέσα από μία σειρά από κλισέ προβλέψιμες καταστάσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατόρθωμα. Αντιθέτως, το σαρκαστικό χιούμορ καταλήγει εύκολο, εμποδίζει το μαχαίρι να πάει στο κόκκαλο, διασκεδάζει επιφανειακά το κοινό, χάνοντας το στοίχημα να το προβληματίσει.
Βασισμένοι στο αρκετά σκοτεινότερο ομώνυμο βιβλίο του Λάρι Μπέινχαρτ, ο σκηνοθέτης Τζορτζ Ράτλιφ και ο συνσεναριογράφος του Ντάγκλας Στόουν, αποτυγχάνουν να προκαλέσουν και καταλήγουν με μία σειρά από συγκαταβατικά αστεία, και ήρωες-καρικατούρες. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν διασκεδαστικά δρώμενα στην ταινία. Στημένη ως παράδοξη φάρσα, και ερμηνευμένη από μία πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών, τη χαζεύεις. Ομως ταυτόχρονα τη θεωρείς χαμένη ευκαιρία - μία ιερόσυλη κωμωδία που δεν προσβάλει, μία επίθεση στην πολιτική διάσταση της θρησκείας που δεν απειλεί.