Ο Νικ και η Μεγκ Μπάροουζ, Βρετανοί, είναι παντρεμένοι 30 χρόνια. Εχοντας πια τελειώσει με δουλειές, παιδιά και αντίστοιχες υποχρεώσεις, αποφασίζουν να γιορτάσουν την επέτειο του γάμου τους μ’ ένα Σαββατοκύριακο στο Παρίσι, με το ίδιο ανήσυχο, διερευνητικό πνεύμα, για τον κόσμο και για τη σχέση τους, που είχαν όταν ήταν πολύ νέοι, τη δεκαετία του ’60. Αλλά οι δυο μέρες στην πανέμορφη πόλη θα πυροδοτήσουν μια αναθεώρηση της κοσμοθεωρίας τους, της αγάπης τους, των επιθυμιών τους για το υπόλοιπο της ζωής τους. Γιατί, για τον Νικ και τη Μεγκ, τίποτε δεν έχει τελειώσει κι όλα μπορούν ν’ αρχίσουν ξανά, διαφορετικά.
Ο Ρότζερ Μισέλ του «Notting Hill» (και άλλων, πολύ χειρότερων ρομαντικών κομεντί) συνασπίζεται με την πύρινη συγγραφική φλέβα του Χανίφ Κιουρέισι για μια τρυφερή, συγκινητική, αναπτερωτική και ευπρόσδεκτα κυνική ταινία, που δε θα επιβίωνε στιγμή αν δε στηριζόταν τις εκπληκτικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού της.
Αυτό εδώ το «Σαββατοκύριακο» κινείται κάπου ανάμεσα στο «Before Midnight: Αλλα είκοσι χρόνια μετά» και τη φρεσκάδα διαρκείας της nouvelle vague, όσο τόσο ως κινηματογραφικό ύφος, αλλά ως τρόπο ζωής. Η κάμερα, κατά κύριο λόγο κινούμενη, στο χέρι, παρακολουθεί χωρίς να βαριέται τον Νικ και τη Μεγκ να τρώνε, να πίνουν, να τρέχουν, να παίζουν και, διαρκώς, να μιλούν μεταξύ τους, για τη σχέση τους, για τον έρωτα στη δική τους, «προχωρημένη» ηλικία, για το σύγχρονο κόσμο και για τις παλιές τους φιλοδοξίες για τη ζωή που κάπου λοξοδρόμησαν, όπως έχουν την τάση να κάνουν. Οι υπέροχα πνευματώδεις διάλογοί τους, πικροί και, εναλλάξ, διασκεδαστικοί ή αιχμηρά επώδυνοι, τρέχουν σα νερό μέσα στο καθόλου τουριστικά κινηματογραφημένο Παρίσι των καφέ, των μπιστρό, των πολυτελών ξενοδοχείων και διαμερισμάτων, της τέχνης και της λογοτεχνίας.
Ο Νικ και η Μεγκ έχουν διατηρήσει πεισματικά τη ροκ νοοτροπία τους στο πέρασμα των χρόνων: η καλύτερη δική του σκηνή είναι όταν απομονώνεται δίπλα της, για να χτυπηθεί για λίγο με τ’ ακουστικά του με Ντίλαν και «Like a Rolling Stone», όχι παρωχημένα, αλλά ολοζώντανα όπως «τότε». Η καλύτερη δική της σκηνή είναι όταν, τεστάροντας τον ερωτισμό της, μεταμορφώνεται για λίγο σε μια ντομινατρίξ της αριστερής όχθης, για ν’ αποδείξει στον εαυτό της ότι μπορεί ακόμα να επιβληθεί στον ερωτευμένο άντρα της. Εκείνος ένα λαμπερό μυαλό της νεανικής επανάστασης που θάμπωσε από τις ονειροπόλες επιλογές του, εκείνη μια Ανα Καρίνα των 65 χρόνων, μαζί οπλισμένοι ενάντια στην κατάθλιψη της ηλικίας τους, πάντα έτοιμοι να κοροϊδέψουν την κοινωνία με μια σκανταλιάρικη τρεχάλα, όχι επειδή είδαν το «Ζιλ και Ζιμ», αλλά επειδή ο Τριφό από τη δική τους γενιά εμπνεύστηκε.
Εξ ορισμού το «Le Week-End» έχει τις αδυναμίες του, οι συνεχείς διάλογοι του δίνουν μια ακινησία, μια θεατρικότητα, δεν προκαλούν το ίδιο ενδιαφέρον όλα τα «επεισόδια» των συζητήσεων, ενώ, φυσικά, οι δυο ήρωες είναι, στην ουσία τους, τόσο λίγο πειστικοί όσο και η ρομαντική ιδεολογία που εκφράζουν. Σπάνια, όμως, μια ταινία για τον «γεροντοέρωτα», ή, σοβαρότερα, για την πάλη του κυνισμού με μια ανάσα δροσιάς κι ανεμελιάς γίνεται τόσο όμορφες εικόνες και τόσο τρυφερά εμβληματική ιστορία. Κι οι υπέροχοι Τζιμ Μπρόντμπεντ και Λίντσεϊ Ντάνκαν (με μια στερεοτυπική μικρή εμφάνιση του Τζεφ Γκόλντμπλαμ), δυο έφηβοι της τρίτης ηλικίας, επίμονα intello-αναρχικοί, συγκινούν με την όρεξή τους για παιχνίδι με τη ζωή, ακόμα περισσότερο σε μια εκπληκτική αναπαράσταση του «Bande à part» στο φινάλε.