Ο Ματίας είναι ένας από τους άντρες ενός χωριού κάπου στην Τρανσιλβανία που έφυγε όταν έκλεισε το τοπικό ορυχείο για να αναζητήσει δουλειά στα γύρω εργοστάσια. Μαζί του έφυγαν και τα περισσότερα εργατικά χέρια του χωριού ακόμη και εκτός της χώρας, αναγκάζοντας την ιδιοκτήτρια του τοπικού μικρού εργοστάσιου άρτου να αναζητήσει εργάτες από την Αφρική, προκειμένου να μπορέσει να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό που χρειάζεται για την αίτηση μιας ενίσχυσης από την Ευρωπαϊκή Ενωσης με αυστηρό deadline.
Οταν το αφεντικό του θα τον αποκαλέσει υποτιμητικά «τσιγγάνο», ο Ματίας θα τον χτυπήσει και θα φύγει από τη δουλειά του για να επιστρέψει στο χωριό. Εκεί δεν τον περιμένουν ακριβώς η γυναίκα του με την οποία βρίσκεται σε διάσταση και ο μικρός του γιος που από τη μέρα που είδε κάτι «τρομακτικό» στο δάσος στο δρόμο προς το σχολείο δεν μιλάει. Δεν τον περιμένουν ούτε η Σίλα, με την οποία διατηρούσαν σχέσεις πριν φύγει και τώρα είναι η διευθύντρια του εργοστασίου άρτου, ούτε όμως και οι συγχωριανοί του, ένα συνονθύλευμα από διαφορετικές εθνικότητες και γλωσσικά ιδιώματα που αντί να γνωρίζουν από πρώτο χέρι την αξία της ανοχής στο διαφορετικό, βυθίζονται με χριστιανικό ορθόδοξο ζήλο στο ρατσισμό.
Ο Κριστιάν Μουνγκίου επιχειρεί με το «R.M.N» (αναγραμματισμός του «N.Μ.R» που συμβολίζει τον μαγνητικό τομογράφο, με τη σειρά των γραμμάτων να σχηματίζει ταυτόχρονα κι ένα ακρώνυμο για τις όχι και τόσο... ηνωμένες πολιτείες της Ρουμανίας) μια ακτινογραφία της χώρας του, αγγίζοντας για ακόμη μια φορά το θέμα των αφιλόξενων κοινωνιών που κυριαρχεί από την αρχή στο έργο του (από τους συγκλονιστικούς «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» και το «Πίσω από τους Λόφους» μέχρι και την «Αποφοίτηση»), εδώ μιλώντας απερίφραστα για το ρατσισμό.
Η τοπική κοινωνία - φαινομενικά φιλήσυχη και με αισθήματα αλληλεγγύης ο ένας προς τον άλλον - δεν θέλει τους Αφρικανούς να πιάνουν το αλεύρι από το οποίο τρώνε το ψωμί τους, ο ιερέας του χωριού θα συνηγορήσει χωρίς δεύτερη σκέψη οδηγώντας το ποίμνιο του σε ένα ξέσπασμα μίσους και κάθε μικρή ή μεγάλη ιστορία των κατοίκων της κοινότητας θα βρεθεί στο κέντρο της μεγάλης συζήτησης που διαρκεί σχέδον από την αρχή του κόσμου - για ανθρώπους που μετανάστες οι ίδιοι δεν δέχονται τους μετανάστες όταν αυτοί χτυπούν την πόρτα του σπιτιού τους.
Ο Μουντζίου ξεκινάει να φτιάχνει το μωσαϊκό των χαρακτήρων που θα πρωταγωνιστήσουν στην ιστορία του με μελετημένη ακρίβεια, το ποτίζει με το υγρό σκοτεινό χρώμα μιας χώρας λες ξεχασμένης, φτωχής και άγριας (από τα σπλάχνα της - με τον πατέρα να πυροβολεί μπροστά στα μάτια ενός παιδιού προκειμένου να του αποδείξει την «προστασία» που του προσφέρουν τα όπλα) και συστήνει ήρωες που εκπροσωπούν τον παλιό και το νέο κόσμο, την παράδοση και την πρόοδο, το άγριο ζώο και τον σφαγιαστή τους.
Ο Ματίας παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ένας άτυπος πρωταγωνιστής, αφού με κάποιο τρόπο είναι ο συνδετικός κρίκος όλων των παράλληλων ιστοριών που διαδραματίζονται στο περιθώριο της διαμάχης για τους Αφρικανούς εργάτες. Οι ιστορίες όμως είναι πολλές, οι θεματικές που ανοίγουν ακόμη περισσότερες και τα επίπεδα που θέλει να τρυπήσει ο Μουντζίου με την ακτινογραφία του δυσπρόσιτα. Η κριτική του είναι σαφής τόσο απέναντι στις κοινωνίες του μίσους, την εκκλησία και την... παγκοσμιοποίηση, το βλέμμα του παραμένει επικεντρωμένο στον άνθρωπο και φυσικά το κάνει με σινεμά που παίρνει το χρόνο του (με σκηνές ανθολογίας όπως το μονοπλάνο της τοπικής συγκέντρωσης) προκειμένου να μεγαλώσει τη συζήτηση γύρω από το σύγχρονο κόσμο.
Κάτι όμως στην «υπογραμμισμένη» σκιαγράφηση των ηρώων του παραμένει μπερδεμένο, εμποδίζει την οποιαδήποτε ταύτιση με τον θεατή, μοιάζει - παράδοξο για τον ίδιο ως δημιουργό - να παίζει περισσότερο με σύμβολα-καρικατούρες παρά με ανθρώπους που εισπνέουν και αναπνέουν τον αέρα μιας ζωής που αλλάζει μόνο όταν θα πάρεις την απόφαση να φύγεις.
Το μεταφυσικό (ή σαν από μια θρησκευτική παραβολή) του κομμάτι - τόσο στο επίπεδο του βωβού μικρού παιδιού σε σχέση με το αψυχολόγητο φινάλε - θαύμα, όσο και στο επίπεδο των άγριων ζώων που σε μια πολύ εύκολη για τον Ρουμάνο σκηνοθέτη αναγωγή «βρίσκονται στη διπλανή πόρτα» ή και «μέσα μας», είναι για πρώτη φορά ισχνό, με αποτέλεσμα ο άλλοτε συναρπαστικός, ακριβής ρεαλισμός που τον ξεχωρίζει σε ένταση από κάθε σύγχρονο του σκηνοθέτη τα τελευταία να αποδυναμώνεται, αφήνοντας πίσω του μια ταινία που μοιάζει με θολή ακτινογραφία, τελικά αδύνατον να χρησιμοποιηθεί εκ των πραγμάτων για την οποιαδήποτε σωστή διάγνωση.