Θρησκεία, οικογένεια, επιβίωση.

Αυτό είναι το τρίπτυχο στο οποίο βασίζεται η νέα ταινία των αδερφών Νελμ, η οποία χτυπά σε όλες εκείνες τις ευαίσθητες χορδές των βαθιά συντηρητικών Χριστιανών Αμερικάνων (που έχουν όλα αυτά ως ψωμοτύρι), χωρίς να προσπαθεί ιδιαίτερα να κρατήσει τα όποια προσχήματα. Μια ταινία όμως που, ακόμα και αν κάποιος προσπαθήσει σκληρά να παραβλέψει τα παραπάνω, παραμένει μια βαρετή (μέχρι το κόκαλο) και γεμάτη κλισέ κινηματογραφική εμπειρία, που το μόνο που κάνει είναι να σου σου αφήνει μια πικρόχολη γεύση στο κάπως απότομο φινάλε της.

Ο Κας προσπαθεί να κάνει μία τίμια και ήσυχη ζωή φροντίζοντας την ορφανή ανιψιά του Σαβάνα σε μία κομητεία στα Απαλάχια όρη. Oταν η σαδίστρια αρχηγός του υποκόσμου Μπιγκ Κατ τον αναγκάζει να επιστρέψει στην υπηρεσία της, ο Κας ανακαλύπτει ότι είναι ικανός για τα πάντα - ακόμα και το φόνο - για να προστατεύσει την πόλη του και τη μόνη οικογένεια που του έχει απομείνει. Oσο τα πράγματα δυσκολεύουν, ο Κας παρασύρεται σε έναν εφιάλτη που θολώνει τις γραμμές ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Είναι, λοιπόν, «Το Χέρι της Θείας Δίκης» το νέο «Sound of Freedom, Η Μελωδία της Ελευθερίας»; Ευτυχώς, όχι ακριβώς…

Μπορεί το σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Τζόναθαν Ισλι να μη μιλάει για σωτήρες και εκδίκηση, αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή μοιάζει ως μια, στην καλύτερη κακέκτυπη, αντιγραφή των μηνυμάτων που ήθελε να περάσει η ταινία του Αλεχάντρο Μοντεβέρδε. Τουλάχιστον τα αδέρφια Νελμς δεν χρησιμοποιούν την ιδεολογία τόσο χειριστικά στη σκηνοθεσία τους, έτσι ώστε να μοιάζουν σαν κήρυγμα για την αυτοδικία και τη βία, αλλά δεν παύουν να προσθέτουν στην ταινία διάφορές σχετικές αναφορές, πασπαλισμένες με μηνύματα γύρω από τη Θεία Δίκη και την προστασία της Αγίας Οικογένειας αι από ανούσια ηθικά διλλήματα και προφανείς διδακτισμούς, κάνοντας την ταινία να κρατά μια ώρα παραπάνω από ό,τι χρειάζονταν.

Ακόμα και όταν θέλουν να κρατήσουν μια ισορροπία (ίσως απλώς και μόνο για να δείξουν πως προσπάθησαν), μέσα σε μια πιο γκρίζα ζώνη, οι χαρακτήρες ποτέ δεν ξεφεύγουν από τις καρικατούρες των πολύ κακών (η Αντι ΜακΝτάουελ σε έναν ρόλο τόσο κλισέ που μοιάζει κακόγουστα αστείος) και των καλών (ο Ορλάντο Μπλουμ καταφέρνει να εντυπωσιάσει με την ερμηνεία του μόνο όταν επικεντρώνεσαι στους κοιλιακούς του). Αυτά, μαζί με την αργή και άνευρη δράση, προσθέτουν σε ένα άκρως αδιάφορο και προβλέψιμο, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, αποτέλεσμα.

«Το Χέρι της Θείας Δίκης» μοιάζει (και σε πολλές στιγμές είναι) ως το μικρό αδερφάκι του «Sound of Freedom, Η Μελωδία της Ελευθερίας», το οποίο κοιτάζει με δέος πιστεύοντας πως ίσως καταφέρει να έχει τη δική του επιτυχία στο box office (και ίσως καταφέρει κάτι – στην Αμερική τουλάχιστον), αλλά παραμένει κι αυτή μια κακή ταινία η οποία φορά με άπλετη περηφάνεια τις συντηρητικές καταβολές της.