Ο Φρανκ μοιάζει αλλαγμένος. Εχει εγκαταλείψει τις περιπέτειες υψηλού κινδύνου και ζει μια ήρεμη ζωή ζευγαριού, στα προάστια, μαζί με τη Σάρα. Για λίγο. Πριν καν προλάβει ν’ αγοράσει το μπάρμπεκιου για τον κήπο, ο Μάρβιν θα τον παρασύρει σ’ ένα υπερατλαντικό ανθρωποκυνηγητό με έπαθλο ένα φορητό πυρηνικό όπλο που αγνοείται. Στη διαδρομή θα τους ακολουθήσουν, για καλό ή για κακό, ο «καλύτερος πληρωμένος δολοφόνος του κόσμου», μια αισθησιακή Ρωσίδα πράκτορας που παίζει τον Φρανκ στα δάχτυλα, ένας σαρδόνιος επιστήμονας σε απομόνωση και η – σέξι ακόμα κι όταν εξαφανίζει πτώματα με μπουκάλια οξέως – Βικτόρια. Οπως παλιά.

Το πρώτο «Red» του Ρόμπερτ Σουέντκε έκανε πριν δυο χρόνια μια απρόσμενα μεγάλη εμπορική επιτυχία: είχε πολλές και ξέφρενες σκηνές δράσης, ένα καστ που λαχταράς να βλέπεις στην οθόνη και τις πινελιές του μαύρου χιούμορ που του έδιναν ξεχωριστό χαρακτήρα μέσα στο είδος. Αυτήν την επιτυχία προσπαθεί να επαναλάβει το σίκουελ, με τον Ντιν Πάρισοτ στη σκηνοθεσία, αλλά παρότι χρησιμοποιεί τα ίδια συστατικά της συνταγής, ξεχνά το αλάτι και το πιπέρι.

Το production value είναι ανεβασμένο, μια και το σίκουελ επενδύει στην επιτυχία της πρώτης ταινίας: η περιπέτεια εκτυλίσσεται στην Αμερική, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σε κάτι που μοιάζει με Μόσχα και η δράση είναι ακόμα πιο θεαματική, με κορυφαία σκηνή τη διάλυση ενός σούπερ μάρκετ από τις χορευτικές κινήσεις του Μπιουνγκ-χαν Λι που τα σπάει στις πολεμικές τέχνες.

Η σκηνοθεσία παραμένει κοντά στις κομιξικές ρίζες της ταινίας, τόσο με τον τρόπο που καδράρει τους – ούτως ή άλλως στυλιζαρισμένους με μια δόση υπερβολής – ήρωές της, όσο και με την παρεμβολή μιας σειράς από σκιτσαρισμένες βινιέτες που χωρίζουν τη διαδρομή σε ενότητες.

Οι ηθοποιοί, από τον Μπρους Γουίλις μέχρι τον Ντέιβιντ Θιούλις, προκαλούν μειδίαμα και μόνο με την εμφάνισή τους στην οθόνη και κάποιοι από αυτούς, κυρίως η Ελεν Μίρεν, στήνουν μια ολόκληρη, ζηλευτή παράσταση γύρω από τους ήρωές τους, πέρα κι έξω από το σενάριο.

Μόνο που η ιστορία, διασπασμένη σε δεκάδες παρακλάδια, προσπαθεί τόσο να είναι ενδιαφέρουσα που χάνει τελικά το επίκεντρό της. Και το χιούμορ μοιάζει να έχει γραφτεί καταναγκαστικά, χωρίς τον ενθουσιασμό και την προκλητικότητα που έκαναν την πρώτη ταινία ξεχωριστή: οι καλύτερες στιγμές έγκεινται μάλλον περισσότερο στην εμπειρία και το ταλέντο του καστ, παρά στους διαλόγους τους. Η κούραση της δεύτερης φοράς είναι εμφανής στο σίκουελ του «Red». Αλλά, παρόλ’ αυτά, αυτή η μέτρια συνέχεια μιας πετυχημένης κωμικής περιπέτειας εξακολουθεί να είναι πιο διασκεδαστική απ’ οποιαδήποτε περιπέτεια της σειράς που δεν έχει το πλεονέκτημα των πρωταγωνιστών της.