Ο Άγγελος ανήκει σε μια ομάδα φιλόδοξων αλλά αποτυχημένων μεσήλικων ποιητών. «Χαραμοφάηδων», όπως τους αποκαλεί η μάνα του, που κάθε εβδομάδα τους τραπεζώνει και ακούει τις μεγαλόστομες φανφάρες τους.
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα όμως, η φαρμακευτική αγωγή του Αγγελου δρα καταλυτικά στο υποσυνείδητό του. Στον ύπνο του παραμιλά. Ξεστομίζει εύστοχους χρησμούς για το μέλλον ανθρώπων που βλέπει στα όνειρα του, ενώ ταυτόχρονα, το κάνει μέσω στίχων, συμβολισμών, ποιημάτων που είναι εντελώς άλλης ποιότητας από τα αποτυχημένα δικά του.
Η μάνα του στήνει μία επικερδή επιχείρηση (πλασάροντας τον ως την «Πυθία» της γειτονιάς) και οι εκδότες θέλουν τα ποιήματα του. Τι μπορεί να πάει στραβά; Ο Βασίλης Ραΐσης («Ιστορίες Χωρίς Χρόνο», «Η Τελευταία Φάρσα») κατασκευάζει μία επιτηδευμένα μπουφόνικη κωμωδία με losers ήρωες, τοποθετημένους σε μια Ελλάδα του παραλογισμού, που κι ο ίδιος την κοιτά με λοξή, φαρσική ματιά.
Όλα αυτά, εξαιρετικά καλοδεχούμενα. Όμως, ακόμα κι αν η πρόθεση ήταν για κάτι «χειροποίητο», οι αξίες παραγωγής, τα στησίματα, η φωτογραφία, οι ερμηνείες (αυτόφωτη εξαίρεση η πάντα στιβαρή Ελένη Γερασιμίδου) εδώ μοιάζουν ερασιτεχνικές, πρόχειρες. Σαν σπουδαστικό πρώτο πείραμα.
Ακόμα και οι ωραίες ιδέες που ακολουθούν το σινεμά του absurdism χάνονται στην εκτέλεση, με την ταινία τελικά να υπνοβατεί ανάμεσα στην παρωδία και την γελοιότητα.