Στους «Πειρατές» επιβιβαζόμαστε σε ένα ετοιμόρροπο καράβι με επικεφαλής έναν όχι ακριβώς πετυχημένο Πειρατή Καπετάνιο με πλούσια γενειάδα. Με ένα κουρελιάρικο πλήρωμα στην υπηρεσία του και φαινομενικά ανήξερος για τα ανυπέρβλητα εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει, ο Πειρατής Καπετάνιος έχει ένα όνειρο: να νικήσει τον Μαύρο Μπέλαμι και την Κάτλας Λιζ στην κούρσα για το βραβείο του Πειρατή της Χρονιάς. Είναι μια αναζήτηση που παρασύρει τους ήρωες από τις ακτές της εξωτικής Ματωμένης Νήσου μέχρι τους ομιχλώδεις δρόμους του Βικτωριανού Λονδίνου. Κάπου στη διαδρομή πολεμάνε με μια διαβολική βασίλισσα, ενώ συνεργάζονται με έναν ερωτοχτυπημένο νεαρό επιστήμονα, χωρίς ποτέ να χάσουν το στόχο τους: την περιπέτεια!

Οι «πλαστελίνες» της Aardman είναι αλάνθαστες. Μνημεία μιας vintage αθωότητας μέσα στον σύγχρονο κυνισμό του computer animation, κάθε φορά που επανέρχονται στη μεγάλη οθόνη θυμίζουν πως υπάρχει ακόμη χώρος για μια ισχυρή δόση τρέλας από ανθρώπους που ξέρουν να «πλάθουν» αυθεντικές ιστορίες χρησιμοποιώντας τα πιο αταίριαστα υλικά.

Αφήνοντας απ’ έξω τα κατά τ’ άλλα υπέροχα αλλά όχι φτιαγμένα με πλαστελίνες «Flushed Away» και «Arthur Christmas», οι «Πειρατές» έρχονται τρίτοι στη σειρά για να ενώσουν το κενό που άφησαν το «Chicken Run» του 2000 και το «Οι Γουάλας και Γκρόμιτ στον Τεράστιο Λαχανόκηπο» του 2005. Ενα κενό που με την πρώτη κιόλας σκηνή των «Πειρατών» μοιάζει να εκμηδενίζεται, δίνοντας τη θέση του σε ένα σχεδιαστικό όργιο που σε πλήρη αναλογία με την ευφάνταστη πλαστικότητα του, μοιάζει να είναι ανεξάντλητο.

Μόνο σε σενάρια της Pixar μπορεί να βρει κάποιος τόσο ολοκληρωμένους χαρακτήρες όσο είναι εδώ τόσο ο Πειρατής Καπετάνιος (ήδη καταχωρημένος στις πρώτες θέσεις των «κλασικών» πειρατών του σινεμά), όσο και όλοι οι περιφερειακοί ήρωες με κορυφαίους τον «πονηρό» Δαρβίνο και την «τερατένια» Βασίλισσα Βικτωρία. Και μόνο σε σενάρια της Pixar μπορεί να βρει κανείς μια τόσο κομψή ανατρεπτική διάθεση στερεοτύπων όσο αυτή που κάνει τους «Πειρατές» (βασισμένους στα παιδικά βιβλία του Γκίντεον Ντεφόε) να κουρσεύουν πολύ σημαντικότερα λάφυρα από πλοία γεμάτα θησαυρούς.

Περισσότερο μια ιστορία για έναν loser που διεκδικεί με νύχια και με δόντια μια οποιαδήποτε «διάκριση», οι «Πειρατές» του Πίτερ Λορντ διαθέτουν και πειρατική καρδιά και βρετανικό φλέγμα και λίγο από Μόντι Πάιθον και ένα διασκεδαστικό σχόλιο πάνω στη «θεωρία της εξέλιξης» έτσι όπως αυτή προσωποποιείται τόσο στον κατά λάθος παπαγάλο με το όνομα Πόλυ όσο στη μαϊμού – μπάτλερ του Δαρβίνου που σε ένα φόρο τιμής στο βωβό σινεμά μιλάει με...κάρτες.

Δεν έχει σημασία να απαριθμήσουμε όλες (και είναι πολλές) τις υπέροχες ιδέες που κάνουν τους «Πειρατές» να ξεφεύγουν από το μέσο όρο του σύγχρονου animation και να μπορούν να συγκριθούν μόνο με τις καλύτερες δουλειές της Pixar. Ούτε έχει σημασία να επισημάνουμε πως, ναι, σε μια προσπάθεια να μην προδωθεί o πυρήνας του target group της ταινίας, το σενάριο αρνείται να γίνει λίγο πιο «ενήλικο» παραμένοντας διαρκώς στην (σε στιγμές ανακουφιστική) ασφάλεια ενός διασκεδαστικού roller coaster δράσης και γέλιου.

Σημασία έχει πως μέσα σε αυτήν την ταινία κρύβονται περισσότερα από ένα μυστικά για το πώς οφείλει να μοιάζει το σύγχρονο animation: κλασικό και μοντέρνο μαζί.

[Η ταινία προβάλλεται μόνο μεταγλωττισμένη στα ελληνικά προς λύπη όσων θα ήθελαν να ακούσουν τον Χιου Γκραντ σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του στο ρόλο του Πειρατή Καπετάνιου]