Οι δημιουργοί του «Κινηματογραφικός Οδηγός για Διεστραμμένους» επιστρέφουν αυτή τη φορά με έναν «Οδηγό Ιδεολογίας για Διεστραμμένους». O σημαντικός φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ, και η σκηνοθέτης Σόφι Φάινς, χρησιμοποιούν τη μεταφορά της κινηματογραφικής γλώσσας για να παρουσιάσουν ένα θρυλικό ταξίδι στην καρδιά του ορισμού της Ιδεολογίας -αυτή τη συλλογική φαντασία που σχηματίζει την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο, τις θεωρίες και τα πιστεύω μας, σε μία περίοδο όπου η κρίση ιδεολογικής ταυτότητας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Τι είναι η ιδεολογία αν όχι ένα άδειο δοχείο, που μπορεί να χωρέσει οτιδήποτε, να δώσει νόημα σε οτιδήποτε, να εξυπηρετήσει τον οποιοδήποτε σκοπό; Nα μια από τις αιρετικές, ενδιαφέρουσες, ευφυείς ιδέες που ο Σλοβένος φιλόσοφος υποστηρίζει στην καινούρια του κινηματογραφική διάλεξη που είναι μαζί απολαυστική, ερεθιστική για το μυαλό, ανατρεπτικά αστεία, σχεδόν εθιστική.
Ξεκινώντας για μια ακόμη φορά όπως και στον «Κινηματογραφικό Οδηγό για Διεστραμμένους», από το σινεμά, ο Ζίζεκ ξεκινά την περιήγησή του από τις ταινίες, «μπαίνοντας » και πάλι σε αυτές, εξηγώντας μπροστά σε ένα κάδο σκουπιδιών βγαλμένο από το «Ζουν Ανάμεσά μας» του Τζον Κάρπεντερ (μια ταινία που χαρακτηρίζει ως «το ξεχασμένο αριστούργημα της αμερικάνικης αριστεράς») πως όλοι τρώμε από τον σκουπιδοτενεκέ της ιδεολογίας και πως η ιδεολογία είναι ένα ζευγάρι γυαλιά που διαστρεβλώνει την αλήθεια.
Στη συνέχεια κι αφού περάσει από ταινίες όπως η «Μελωδία της Ευτυχίας» για να ανακαλύψει τον όχι και τόσο κρυμμένο θρίαμβο της σεξουαλικής επιθυμίας στους στίχους του «Climb Every Mountain» και από τα «Σαγόνια του Καρχαρία» και μιλήσει για τον τρόπο που ο καρχαρίας στην ταινία μετουσιώνει όλους τους φόβους των Αμερικάνων σε έναν μοναδικό, εύκολα διαχεισίσιμο τρόμο, ο Ζίζεκ θα στρέψει τη ματιά του σε μια μεγαλύτερη εικόνα, κοιτάζοντας αντικείμενα ή έργα τέχνης τόσο διαφορετικά μα τόσο αναγνωρίσιμα όσο το αυγό Kinder ή η 9η συμφωνία του Μπετόβεν για να βρει στο καθένα ένα γοητευτικά σύμπαν ιδεών και νοημάτων που δεν είναι ακριβώς αυτό που περιμένετε να ακούσετε.
Με την τόσο χαρακτηριστική προφορά του, με τα κινησιολογικά του τικ, με τον λόγο του που μοιάζει συχνά με παραλήρημα, ο Ζίζεκ θα μπορούσε να αγγίζει τα όρια της καρικατούρας, όμως όταν μιλά, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να τον ακούσεις. Κι έχοντας το ταλέντο αντίθετα από τους περισσότερους συναδέλφους του (μεταξύ μας, αντίθετα από τους περισσότερους ανθρώπους) να μην παίρνει τον εαυτό του περισσότερο σοβαρά απ όσο του αξίζει, μεταμορφώνεται σε έναν αληθινά γοητευτικό ομιλητή, ακόμη κι αν όταν όσα λέει μοιάζουν καμιά φορά με μια προβοκατόρικη επαναδιατύπωση προφανών ιδεών, ή με σοφιστείες παρά με βαθιά φιλοσοφική σκέψη.
Στην πορεία της ταινίας, η μαγνητική του προσωπικότητα και οι χαριτωμένες «ενθέσεις» του στο σύμπαν των κινηματογραφικών του αναφορών, από το κρεβάτι του Τράβις Μπικλ του «Ταξιτζή», ως το Milk Bar στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», στον ασπρόμαυρο κόσμο του «Θρίαμβου της Θέλησης» ή το μοναστήρι στην «Μελωδία της Ευτυχίας», θα αποτελέσουν το δόλωμα που θα σας παρασύρει στο συναρπαστικό βόρτεξ των σκέψεών του που δεν περιορίζονται ούτε σταματάνε στο σινεμά.
Από τον ναζισμό στην Coca Cola κι από την βία στους δρόμους του Λονδίνου τον Αύγουστο του 2011, στα Starbucks, η ανάλυση του Ζίζεκ δεν γνωρίζει στεγανά, αφού για τον ίδιο η ιδεολογία δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο στο μυαλό ή στα γραπτά φιλοσόφων, διανοητών, πολιτικών, ψυχαναλυτών, αλλά κάτι που διατρέχει ολόκληρο τον κόσμο μας, κάτι που ορίζει την ίδια την ύπαρξή μας.
Κι αν κάτι προσπαθεί να κάνει μέσα από αυτή την αληθινά κι ανέλπιστα απολαυστική ταινία (που έχει σαν μόνο εχθρό της την υπερβολικά μεγάλη διάρκεια και μια επανάληψη που έρχεται σαν συνέπεια αυτής), είναι όπως ο ήρωας στο «Ζουν Ανάμεσά μας» να μας δώσει ένα καινούριο ζευγάρι γυαλιά για να δούμε τον κόσμο με μια καινούρια ματιά. Οχι απαραίτητα τη σωστή, μα σίγουρα πέρα από κάθε αμφιβολία πολύ πιο ενδιαφέρουσα.