Η ταινία διαδραματίζεται σε μια απομονωμένη έπαυλη της ιρλανδικής επαρχίας, όπου μια γυναίκα βρίσκεται μυστηριωδώς δολοφονημένη. Τη νύχτα που συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον ανεξιχνίαστο θάνατό της, η δίδυμη αδερφή της, ένα τυφλό μέντιουμ που ισχυρίζεται ότι ξέρει ποιος διέπραξε τον φόνο, επισκέπτεται την έπαυλη. Παρέα της έχει μια ανατριχιαστική τελετουργική ξύλινη κούκλα.
Στοιχεία τα οποία από μόνα τους σε προδιαθέτουν για μια κλισέ ταινία τρόμου, αλλά ο ΜακΚάρθι χρησιμοποιεί βασικά στοιχεία του κινηματογραφικού αυτού είδους, όπως απομονωμένες τοποθεσίες, ήχο και φωτισμό, για να χτίσει σιγά-σιγά μια αίσθηση αβεβαιότητας και φόβου, κρατώντας το κοινό του σε συνεχή εγρήγορση. Ακόμα και τα κλασικά jump scares παρουσιάζονται με έναν τρόπο ακόμα και όσοι τα περιμένουν σίγουρα θα εκπλαγούν
Ο τρόπος με τον οποίο ο ΜακΚάρθι χειρίζεται την αφήγηση είναι αργός και υπαινικτικός, σε βαθμό που ίσως κουράσει κάποιους οι οποίοι περιμένουν μια κλαισκή χολιγουντιανή τανία τρόμου, βασιζόμενος περισσότερο στην ψυχολογική ένταση παρά σε ακρέες σκηνές. Κι ενώ χτίζει αργά αλλά παρόλα αυτά σταθερά μια αποπνυκτική ατμόσφαιρα, η οποία τροφοδοτεί την ταινία με μια αξιοπρεπέστατη δυναμική, αυτή αρχίζει να χάνεται στο τρίτο μέρος της και ειδικότερα μετά και την αποκάλυψη, η οποία δεν φοηθάει στο να ενώσει και τόσο καλά τα κομμάτια του παζλ.
Τουλάχιστον όμως ως τότε, η ταινία του ΜακΚάρθι θα σου παγώσει το αίμα στις σωστές στιγμές και με τις κατάλληλες δόσεις, έτσι ώστε να βγεις από την αίθουσα ικανοποιημένος έχοντας δει μια τις πιο τίμιες ταινίες τρόμου της φετινής χρονιάς.