Υπάρχουν χαριτωμένες κι έξυπνες λαϊκές κωμωδίες, όπως ήταν ο «Θησαυρός του Μακαρίτη» του Τσιφόρου, του 1959, με το πρωταγωνιστικό τρίδυμο Βασιλειάδου - Αυλωνίτη - Ρίζο. Υπάρχουν κι οι αφόρητες λαϊκές κωμωδίες, που εκλαμβάνουν το όρο ως «καμία απολύτως προσπάθεια για τίποτα», όπως είναι ο «Θησαυρός» του Στράτου Μαρκίδη.
Ο σκηνοθέτης συνεχίζει τα αθεόφοβα ριμέικ κλασικών ελληνικών κωμωδιών (μετά τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας» και το «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο Κοντός», μετατρέποντάς τες σε παρωχημένες φάρσες - κι αφού τα ως τώρα εγχειρήματά του έχουν πάει θαυμάσια στα ταμεία, γιατί ν' αλλάξει κάτι.
Διατηρώντας τον ίδιο ακριβώς σεναριακό σκελετό με την ταινία (και το πρωτότυπο θεατρικό των Τσιφόρου-Βασιλειάδη), αλλά πασπαλίζοντάς το με μια nuance οικονομικής κρίσης για να είναι επίκαιρο, η ταινία εκτυλίσσεται στην Κρήτη και παρακολουθεί τη Θεώνη Κανελοπιπεράκη (της Ελισάβετ Κωνσταντινίδου), προσφάτως χήρα, που σκαρφίζεται με την ανιψιά της μια κομπίνα για ν' αντεπεξέλθει στα χρέη που της άφησε ο μακαρίτης, οδηγώντας το χωριό σε μεγάλη αναταραχή, εμπλέκοντας από το παλιό της αίσθημα ως τον μαφιόζο της περιοχής. Σκαμπρόζικο.
Δεν είναι παράξενο ότι με, ουσιαστικά, το ίδιο σενάριο, η ταινία καταλήγει σ' ένα καθόλου διασκεδαστικό αποτέλεσμα. Οι παλιές ελληνικές κωμωδίες έχουν μια νοσταλγική αξία, μια γραφικότητα που χτυπά βιωματικές χορδές και, οπωσδήποτε, μια σειρά εκπληκτικών κωμικών ηθοποιών. Στον «Θησαυρό» η φωτογραφία εξαντλεί τα σκληρά κοντράστ για να γίνει «γλαφυρή», η αισθητική μοιάζει βγαλμένη από εκπτωτικές προσφορές και, κυρίως, οι ηθοποιοί, κάποιοι από τους οποίους έχουν αποδείξει ήδη τις ικανότητές τους, παίζουν με την αφύσικη υπερβολή βιντεοκασέτας του '80.
Κι έτσι ο «Θησαυρός» ξετυλίγεται σ' ένα υπερκινητικό γαϊτανάκι με υστερικές φλυαρίες και κακομούτσουνες γκριμάτσες, μια τύποις κωμωδία που προκαλεί εκνευρισμό. Και που, πιθανότατα, θα πάει θαυμάσια στα ταμεία. Οπως θα πήγαινε και μια καλύτερη «λαϊκή κωμωδία».