Βρισκόμαστε στο 1941. Eνας ασθενικός στρατιώτης, ο Στιβ Ρότζερς, έπειτα από απανωτές απορρίψεις του από τον Αμερικανικό Στρατό, δέχεται να συμμετάσχει εθελοντικά σε ένα πιλοτικό, πειραματικό σχέδιο των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων που στόχο έχει να δημιουργηθεί ένας Υπερ-Στρατιώτης. Oταν οι Ναζί κάνουν την εμφάνισή τους και απειλούν την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, ο Ρότζερς καλείται να αναλάβει το ρόλο του Captain America, του Πρώτου Εκδικητή και να σώσει τον κόσμο, έχοντας συνεργάτες του, τον παιδικό του φίλο Μπάκι Μπαρνς, την Πέγκι Κάρτερ και το Συνταγματάρχη Τσέστερ Φίλιπς, στον αγώνα του ενάντια στη σατανική οργάνωση HYDRA, της οποίας ηγείται ο Red Skull.

Για περιπου σαράντα λεπτά, το «Κάπτεν Αμέρικα» μοιάζει ακριβώς με το πως θα σκηνοθετούσε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ την ιστορία ενός ασθενικού αγοριού που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα σκληρό κόσμο. Ισόποσες δόσεις δράματος, ηρωισμού, επιστημονικής φαντασίας και ιλιγγιώδους δράσης δεν μπορούν παρά να φέρουν στη μνήμη την «Τελευταία Σταυροφορία», τοποθετημένη επίσης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και κεντρική φιγούρα έναν αιώνιο παιδί που πρέπει να ενηλικιωθεί.

Για την υπόλοιπη μια ώρα, δεν θα συμβεί τίποτα το πρωτότυπο, τίποτα το ανατρεπτικό, τίποτα που θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία του σινεμά. Ο «Κάπτεν Αμέρικα» μπορεί να μην διαθέτει το κυριότερο χαρακτηριστικό του Ιντιάνα Τζόουνς (που δεν είναι άλλο από την αναρχική του φιλοσοφία για τη ζωή) αλλά δεν το ζήτησε και κανείς. Ο Στιβ Ρότζερς, αν θέλουμε οι ταινίες που βασίζονται σε κόμικς να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστές σε αυτά, είναι πατριώτης. Και δύσκολα θα βρείτε πιο ιδανική ενσάρκωση του πατριωτισμού από αυτή που κουβαλά ο «Captain America» στην κινηματογραφική αυτή περιπέτεια του.

Τα εύσημα απευθύνονται πρωτίστως στον Κρις Εβανς, που σε μία ερμηνεία κόντρα στη λογική που θέλει τους υπερήρωες «χάρτινους» ακόμη κι όταν ζωντανεύουν στη μεγάλη οθόνη, δίνει στον Ρότζερς (κυρίως πριν «φουσκώσει») όλο το συναισθηματικό υπόβαθρο του ανθρώπου που δεν θα φανταζόσουν ποτέ στο ρόλο ενός μεγάλου ήρωα. Συναγωνίζεται έτσι ακόμη και τον «Ιron Man» του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ, μπάινοντας αυτόματα στη λίστα με τους καλύτερους ερμηνευτές στην ιστορία των κινηματογραφικών μεταφορών κόμικς της Marvel.

O Τζο Τζόνστον με τη σειρά του αποφεύγει κάθε πιθανή παγίδα στην οποία θα έπεφτε όποιος αντιμετώπιζε τον από τη φύση του vintage «Captain Ameria» ως ένα ακόμη υπερφορτωμένο από ειδικά εφέ υπερθέαμα για τη γενιά των multiplex. Οι CGI προσθήκες είναι διακριτικές, χωρίς να αφαιρούν τη βαρύτητα της σκοτεινής φωτογραφίας και την εκ των πραγμάτων βασισμένη στις σωματικές του διαπλάσεις δράση του «Captain America», ενώ το 3D αποδεικνύεται με τη σειρά του ικανό να δώσει το βάθος που, ναι, λείπει από τη φύση του σε μια ταινία που πρωτίστως έχει φτιαχτεί για να καταναλωθεί, εντός και εκτός αίθουσας.

Με την άνεση μια αφέλειας που υποστηρίζεται από την ειρωνική ματιά του όλου εγχειρήματος απέναντι στην έννοια του «ανθρώπου ως το τέλειο όπλο», ο Τζόνστον αφηγείται μια διαδρομή ηρωισμού με τις πιο καθαρές γραμμές που θα μπορούσε να σκεφτεί: οι καλοί είναι καλοί, οι κακοί είναι κακοί (και χαζοί), οι γυναίκες είναι μοιραίες, οι φίλοι είναι αδερφικοί, οι επιστήμονες τρελοί και ο «Κάπτεν Αμέρικα» Θεός!

Ακόμη και στις πιο βαρετές στιγμές του (κυρίως στις ξεχειλωμένες σκηνές δράσης), ο «Κάπτεν Αμερίκα» αποδεικνύει πως έχει φτιαχτεί με προσοχή στη λεπτομέρεια και χωρίς ακρότητες που θα «ξεφούσκωναν» την αγνή ηρωική του ψυχή. Ολοι οι δεύτεροι ρόλοι δίνουν νόημα στην επιλογή των ονομάτων που τους ερμηνεύουν (με αξιολογική σειρά: Τόμι Λι Τζόουνς, Στάνλεϊ Τούτσι, Ντόμινικ Κούπερ, Τόμπι Τζόουνς, Χιούγκο Γουίβινγκ) και το b-movie φινάλε έρχεται ακριβώς τη στιγμή που πρέπει για να μεταμορφώσει τον Στιβ Ρότζερς (για δεύτερη φορά) σε έναν κινηματογραφικό ήρωα που θες οπωσδήποτε να ξαναδείς.

Αν αυτό είναι το πρόγευμα της Marvel για το επερχόμενο κύριο πιάτο των «Avengers», τότε ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα...