Η Κρίστεν ξυπνά και ανακαλύπτει πως είναι γεμάτη εκδορές και μώλωπες, ενώ βρίσκεται αιχμάλωτη στο θάλαμο μιας ψυχιατρικής κλινικής. Δεν έχει καμιά ιδέα για το πώς βρέθηκε εκεί. Οι υπόλοιπες ασθενείς του θαλάμου, τέσσερις εξίσου αναστατωμένες κοπέλες, δεν έχουν ούτε αυτές τις απαντήσεις.
Θα ήταν εύκολο να υποστηρίξεις πως αυτό δεν (μπορεί να) είναι μια ταινία του Τζον Κάρπεντερ. Πως το όνομα του βρίσκεται πάνω από τον τίτλο της ταινίας περισσότερο από συνήθεια (ως trademark που μοιάζει πλέον με αυτοαναφορικό αστείο) και πως στην πραγματικότητα αυτή η ταινία γυρίστηκε από τον 63χρονο σήμερα σκηνοθέτη σαν ένα διάλειμμα από τη «σύνταξη» που μοιάζει να έχει πάρει εδώ και καιρό, δέκα χρόνια μετά το αδιάφορο «Φαντάσματα του Αρη».
Κι, όμως, ο «Θάλαμος του Τρόμου» είναι μια ταινία του Τζον Κάρπεντερ. Οχι μόνο επειδή το θέμα της πατάει ακριβώς πάνω στην κύρια προβληματική της φιλμογραφίας του - τι είναι αυτό που οδηγεί τον άνθρωπο στην τρέλα; - αλλά και γιατί το σκηνικό μιας ψυχιατρικής κλινικής μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία, θα μπορούσε να φέρει στο νου την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της «Επίθεσης στο Σταθμό 13» (1976) και του «Πρίγκιπα του Σκότους» (1987).
Ολα αυτά τα «θα», δυστυχώς, μένουν «θα» γιατί το μόνο που θυμίζει Κάρπεντερ σε αυτό το τηλεοπτικής αισθητικής ανιαρό θρίλερ είναι μερικές περίεργες γωνίες λήψης και η ατμοσφαιρική μουσική του Μαρκ Κίλιαν που παραπέμπει στα ανήσυχα μελοδραματικά soundtracks που υπέγραφε ο ίδιος για τη «Νύχτα με τις Μάσκες» του 1978 και την «Ομίχλη» του 1980.
Κάπου εκεί τελειώνει κάθε σοβαρή συζήτηση για την μεγάλη «επιστροφή» του Τζον Κάρπεντερ στο σινεμά. Και αυτό που ξεκινάει είναι η θλίψη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπηρό από το να βλέπεις έναν από τους σπουδαιότερους και επιδραστικότερους auteurs του κινηματογραφικού τρόμου να σέρνεται στους ρυθμούς ενός ανέμπνευστου σεναρίου που θυμίζει περισσότερες από μια πρόσφατες κινηματογραφικές παραγωγές, όπως το «Shutter Island» του Μάρτιν Σκορσέζε και το «Haute Tension» του Αλεξάντρ Αζά. Χωρίς, ωστόσο, να θυμίζει τίποτα από όσα ξεχώρισαν κάποτε τον Κάρπεντερ από τον σωρό των σκηνοθετών δεύτερης διαλογής.
Δεν θα βρείτε εδώ ούτε τη χιτσκοκική του αντίληψη για το χτίσιμο του σασπένς, ούτε την μαεστρία με την οποία ανέπτυσσε κάποτε τις πιο τρομακτικές σκηνές του, ούτε τον χαρακτηριστικό μινιμαλισμό του που έσπερνε ρίγη ανατριχίλας για όσα δεν επέλεγε να δείξει.
Στο «Θαλαμο του Τρόμου» θα βρείτε μόνο μια light εκδοχή της σύγχρονης μανίας με το torture porn, το βλέμμα ενός ηλικιωμένου να διαγράφει ηδονοβλεπτικά το κορμί της Αμπερ Χερντ (που μετά το «Και Ξαφνικά Σκοτάδι» ανακηρύσσεται σε scream queen των 00s) και μια απελπισμένη απόπειρα για την επαναφορά ενός σκηνοθέτη που θα ήταν προτιμότερο να μείνει σπίτι του, απολαμβάνοντας ηδονικά τον αδέξιο τρόπο με τον οποίο τον αντιγράφουν όλοι οι νεαροί σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογραφικού τρόμου.