Οταν οι κεντρικοί ήρωες, οι «καλοί» της ιστορίας, είναι μια ομάδα αμφιβόλου ηθικής μάγων, που με τα κόλπα ολκής τους θέλουν να ρίξουν γροθιά στο κατεστημένο και μαζί να γίνουν πάρα πολύ διάσημοι, η πειστικότητα είναι το τελευταίο που περιμένεις από την ταινία και καλώς κάνεις. Γι’ αυτό και το πρώτο φιλμ της σειράς, «Η Συμμορία των Μάγων» που το 2013 σκηνοθέτησε ο Λουί Λετεριέ (το τρίτο βρίσκεται ήδη στα σκαριά και προοικονομείται και σ’ αυτήν την ταινία), αποδείχτηκε εξαιρετικά διασκεδαστικό, γιατί πήρε ως δεδομένη τη φαντασία, την παράνοια και τους εξωπραγματικούς ήρωες κι έστησε ένα παιχνιδιάρικο σόου εντυπώσεων, μυστηρίου και έξυπνης κωμωδίας. Η δεύτερη ταινία είναι, απλώς, μη πειστική και χωρίς τη γοητεία της πρώτης.
Το σίκουελ βρίσκει τους Τέσσερις Καβαλάρηδες ελαφρώς αλλαγμένους: με τον Ταντέους στης φυλακής τα σίδερα, ο υπνωτιστής Μέριτ, ο στριτ περφόρμερ Ντάνιελ κι ο Τζακ που... ξέρει καλά πώς να λυγίζει τον καρπό του και να πετά τραπουλόχαρτα σε κάθε κατεύθυνση, βρίσκουν στην παρέα τους τη Λούλα της Λίζι Κάπλαν, που «αντικαθιστά» ως γυναικεία παρουσία την Αϊλα Φίσερ και φέρνει στην ταινία τα όμορφα μάτια της και μια σειρά από αμήχανες κωμικές στιγμές. Αυτή τη φορά, οι Μάγοι απάγονται από έναν μεγιστάνα της τεχνολογίας που θέλει, εκβιαστικά, ν' αξιοποιήσει τις ικανότητές τους για να κλέψει ένα τσιπάκι που θα του δώσει τη δυνατότητα να ελέγχει το λειτουργικό όλων των υπολογιστών του σύμπαντος. Την ίδια ώρα, ο Ντίλαν Ρόουντς του Μαρκ Ράφαλο προσπαθεί να ξεκαθαρίσει τις δικές του παρτίδες με το FBI.
Σύμφωνοι, κανείς δε θα πιστέψει ότι τα μαγικά κόλπα των Τεσσάρων είναι πραγματικά, αυτή άλλωστε είναι και η ψυχαγωγική αξία της ταινίας, ότι κάνει το θεατή να παραδοθεί στο απίστευτο και να το απολαύσει για λίγο. Ομως το φιλμ έχει τόσους πολλούς ήρωες δεμένους μ' ένα τόσο αχρείαστα πολύπλοκο σενάριο που αναρωτιέσαι πώς θα ξεμπλεχτεί από τις αλυσίδες με τις οποίες είναι τυλιγμένο – δεν ξεμπλέκεται, σαν αυτό να μην πειράζει καθόλου. Μόνο που για να ενθουσιαστείς με τα μαγικά στην οθόνη (που, αυτή τη φορά, ίσως επειδή είναι και η δεύτερη, μοιάζουν ακόμα πιο αυθαίρετα), πρέπει να μπορέσεις ν' ακολουθήσεις ένα στοιχειώδη ιστό της ιστορίας με κάποια αγωνία κι εδώ η αφήγηση δε λειτουργεί. Ετσι, μετά την πρώτη, ελαφρά έκκριση αδρεναλίνης, παύεις να παρακολουθείς τα μαγικά, παύει να σε ενδιαφέρει η δράση και η ταινία εξελίσσεται σε μια αδύναμη επίδειξη κενών ιδεών. Ξεχνώντας ότι, για να πετύχει ένα μαγικό σόου, χρειάζεται απαραίτητα και τη συμμετοχή του θεατή.