Από μια πρώτη ματιά θα μιλούσαμε για ενδιαφέρουσα ειρωνεία όταν μια ταινία για έναν άνθρωπο που δεν νιώθει καθόλου πόνο ξεκινά με το τραγούδι των R.E.M. «Everybody Hurts». Από την άλλη βέβαια ο ήρωας της νέας ταινίας των Νταν Μπερκ και Ρόμπερτ Ολσεν, «Νοβοκαΐνη», μπορεί να μην νιώθει καθόλου σωματικό πόνο, αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι μέσα του δεν είναι ένα ράκος ψυχολογικά. Ολη αυτή η ειρωνική διάθεση όμως είναι και η κινητήρια δύναμη της ταινίας, η οποία μετατρέπει μια απλή ιδέα - τι συμβαίνει όταν κάποιος δεν μπορεί να νιώσει πόνο, αλλά η ζωή τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει ακραίες καταστάσεις - σε μια περιπέτεια δράσης η οποία μπορεί να παραμένει διασκεδαστική ως τέλος, αλλά ποτέ δε... δίνει πόνο (pun intended).

Η ιστορία ακολουθεί τον Νέιτ, έναν άνδρα με μια σπάνια γενετική διαταραχή που τον καθιστά πλήρως ανίκανο να αισθανθεί πόνο. Ο,τι για τους άλλους είναι φρίκη ή θανάσιμη απειλή, για τον Νέιτ είναι απλώς κάτι που πρέπει να διαχειριστεί. Ωστόσο, η κατάστασή του τον έχει αναγκάσει να ζει με προσοχή και περιορισμούς, αποφεύγοντας κάθε είδους ρίσκο. Αυτό αλλάζει δραματικά όταν η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, η Σάρι, απάγεται κατά τη διάρκεια μιας ληστείας τράπεζας. Η ανάγκη του να τη σώσει τον οδηγεί σε ένα μονοπάτι όπου η αναισθησία του από αδυναμία γίνεται το μεγαλύτερο όπλο του.

Οι Μπερκ και Ολσεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα σύμπαν που μοιάζει αρκετά αποστειρωμένο από τον πόνο, με τους ήρωές τους να δείχνουν όμως μικροί και ευάλωτοι, χαμένοι μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο. Επιλέγουν αντί για τις γρήγορες εναλλαγές στη δράση και υπερβολικά χορογραφημένες μάχες, η κάμερα να παραμένει σταθερή, σχεδόν αποστασιοποιημένη, αναπτύσσοντας έτσι έναν αδυσώπητο ρυθμό που δεν χαρίζεται στον ήρωά τους. Δεν αισθάνεται πόνο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι άτρωτος.

Κι αυτό είναι που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει - η έξυπνη χρήση της ιδιαίτερης κατάστασης του Νέιτ ως εργαλείο δράσης, η οποία ποτέ δεν αντιμετωπίζεται ως υπερδύναμη, αλλά ως κάτι που τον εκθέτει σε διαρκή κίνδυνο. Αντί για έναν άτρωτο ήρωα, έχουμε έναν άνθρωπο που πρέπει να υπολογίζει κάθε του κίνηση, καθώς το σώμα του συσσωρεύει πληγές που δεν επουλώνονται γρήγορα. Στην αίσθηση αυτή βοηθάει φυσικά πάντα η χρήση πρακτικών εφέ αντί των ψηφιακών στο να δημιουργηθεί μια πιο ωμή και ρεαλιστική αισθητική.

Παρόλο που η «Νοβοκαΐνη» επιτυγχάνει τον στόχο της στη δράση, δεν αποφεύγει τις αφηγηματικές ευκολίες, τους κλισέ χαρακτήρες, και τους μάλλον μονοδιάστατους και χάρτινους κακούς, τα οποία δημιουργούν πρόβλημα στον ρυθμό της πλοκής της. Ενώ το πρώτο μισό της ταινίας χτίζει αποτελεσματικά την αγωνία και την αίσθηση απειλής, το δεύτερο μισό βιάζεται να φτάσει στην κορύφωση, με αποτέλεσμα να παραμελεί την περαιτέρω ανάπτυξη των θεμάτων της.

Η κεντρική ιδέα του ανθρώπου που δεν μπορεί να νιώσει πόνο είναι γoητευτικά έξυπνη και μοναδική, όμως το σενάριο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα, προσφέροντας μια πιο βαθιά εξερεύνηση της ψυχολογίας του Νέιτ και της σχέσης του με τον υπόλοιπο κόσμο. Πέρα από μερικές φευγαλέες στιγμές όπου δείχνει τον φόβο του ότι μπορεί να πεθάνει χωρίς να το καταλάβει, το σενάριο δεν εμβαθύνει αρκετά στην ψυχολογία του. Η ταινία προσπαθεί να εξερευνήσει την έννοια της αληθινής αντοχής, καθώς ο Νέιτ μπορεί να μην αισθάνεται πόνο, αλλά το βάρος των επιλογών του μοιάζει να τον συνθλίβει συναισθηματικά, κάτι που όμως οι Μπερκ και Ολσεν το προσπερνάνε σαν απλώς μια επιδερμική πληγή.

Βέβαια ο Τζακ Κουέιντ, για άλλη μια φορά, μετά το «Companion», αναδεικνύεται ως ιδανικός πρωταγωνιστής για έναν τέτοιο ρόλο. Το ταλέντο του δεν περιορίζεται μόνο στο να αποδώσει την ψυχολογική πάλη του Νέιτ, αλλά και στη σωματική του παρουσία, που παραμένει αμήχανη και τρωτή ακόμα και όταν ο χαρακτήρας του δείχνει αποφασισμένος να πολεμήσει, κάνοντάς τον πιο ευάλωτο, κάτι που αυτόματα τον καθιστά πιο ανθρώπινο.

Ομως η «Νοβοκαΐνη» μοιάζει στο τέλος να πέφτει με τα μούτρα στον τοίχο τον οποίο η ίδια έχει στήσει, παραδίδοντας μια έξυπνη κεντρική ιδέα πνιγμένη σε μια ρηχή και προβλέψιμη πλοκή που προτιμά την καταιγιστική, αρκετά καλά χορογραφημένη δράση από το να πει ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα ιστορία.