O Αντρέι ταξιδεύει στην Ιταλία συνοδευόμενος από μια νεαρή μεταφράστρια, ψάχνοντας στοιχεία για τη ζωή ενός Ρώσου συνθέτη του 18ου αιώνα, Πάβελ Σοσνόφσκι, που είχε ζήσει μέρος της ζωής του σ’ αυτή τη χώρα. Ο Αντρέι νοσταλγεί τη σύζυγό του που έχει μείνει πίσω και την πατρίδα του. Αναπτύσσει μια ταραχώδη σχέση με τη νεαρή γυναίκα που τον συνοδεύει, με την οποία μάλιστα στην αρχή της ταινίας φαίνεται πως ίσως γίνουν ζευγάρι, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσουν μεταξύ τους οικειότητα ή σαρκική επαφή. Στα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης συναντούν τον Ντομένικο, έναν περιθωριοποιημένο μεσήλικα, που η τοπική κοινωνία θεωρεί παράφρονα, μετά την αποκάλυψη ότι κρατούσε έγκλειστη την οικογένειά του για πολλά χρόνια προκειμένου να γλιτώσουν από το τέλος του κόσμου. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας γοητεύεται από την προσωπικότητα του Ντομένικο, με τον οποίο ανακαλύπτει πως μοιράζονται κοινές υπαρξιακές ανησυχίες.

Ακόμη περισσότερο και από τον «Καθρέφτη» του 1975, την κατεξοχήν αυτοβιογραφική ταινία του στη μορφή ενός ημερολογίου μνήμης ενός ανθρώπου και μιας ολόκληρης χώρας, η «Νοσταλγία» είναι η η πιο προσωπική, η πιο βιωματική, η πιο κοντινή στην κοσμοθεωρία και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του Αντρέι Ταρκόφσκι.

Γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Ιταλία, μετά την άρνηση της Mosfilm να χρηματοδοτήσει το πρότζεκτ, η «Νοσταλγία» υπήρξε η απάντηση του Ταρκόφσκι στη λογοκρισία της Σοβιετικής Ενωσης που ήδη είχε αρχίσει να επηρεάζει το έργο του και να τον απομονώνει ως καλλιτέχνη. Αντίθετα, όμως, με αυτό που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ο Ταρκόφσκι κινηματογραφεί την Ιταλία σαν να βρίσκεται ακόμη στη ρωσική γη – σε δύο χρόνους, στο παρόν και το παρελθόν, φτιάχνοντας εκτός συνόρων την πιο «ρώσικη» ταινία του.

Ο συγγραφέας πρωταγωνιστής του δεν ονομάζεται τυχαία Αντρέι και η αποστολή της αναζήτησης ενός Ρώσου συνθέτη που έζησε στην Ιταλία για να αυτοκτονήσει επιστρέφοντας στη Σοβιετική Ενωση δεν είναι παρά η αφορμή για μια αέναη επιστροφή σε όλα αυτά που ορίζουν από την αρχή έννοιες όπως η «εξορία», η «πατρίδα» και η «νοσταλγία».

Ο,τι ξεκινάει με το τελετουργικό των γυναικών που προσεύχονται για να γίνουν μητέρες μπροστά στο άγαλμα της Παναγιάς στην Τοσκάνη με φόντο τους πίνακες του Πιέρο ντελά Φραντσέσκα γίνεται γρήγορα μια ωδή πάνω στη μητρική γη με τον ήρωα καλλιτέχνη να δηλώνει την αποστροφή του για τη σύγχρονη εποχή και να οραματίζεται έναν κόσμο χωρίς σύνορα, όπου οι λαοί θα μπορέσουν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, χωρίς η ένωση της Ιταλίας και της Ρωσίας να εξαρτάται από τη λογοτεχνική συνδιαλλαγή ανάμεσα στον Τολστόι και τον Δάντη, τον Πούσκιν και τον Πετράρχη.

Με εικόνες σε σέπια από την πατρίδα (γυρισμένες και αυτές στην Ιταλία) να κόβουν το παρόν σε μικρά κομμάτια, ο Ταρκόφσκι αποσυνθέτει και συνθέτει την ιστορία του κόσμου από την αρχή, αναζητώντας τη μήτρα του κακού που αφήνει τον άνθρωπο να αναζητά μόνος χωρίς Θεό όλα όσα ορίζουν τη θέση του μέσα στο χώρο και το χρόνο.

Ισως γι’ αυτό η «Νοσταλγία» δεν ακολουθεί καμία γνωστή αφηγηματική δομή, κινούμενη διαρκώς κάπου ανάμεσα στη μνήμη και την ενδοσκόπηση – καταστάσεις και οι δύο αποσπασματικές, επηρεασμένες κατάφωρα από το παρόν και υποκειμενικές από τη φύση τους. Αχρονη και πανταχού παρούσα η διαδρομή του Αντρέι, αρχίζει και τελειώνει εκεί όπου κάθε άνθρωπος αναζητά την απαρχή του έχοντας πριν δει καθαρά το τέλος του, ψάχνοντας κώδικες επικοινωνίας με τον Αλλο, τον Ξένο, το Δημιουργό και κυρίως τον ίδιο του τον Εαυτό σαν το μοναδικό τρόπο να νιώσει ελεύθερος.

Κάπου ανάμεσα στην Ενάτη του Μπετόβεν και την παραδοχή πως 1+1=1 (εξίσωση που ο συνσεναριογράφος Τονίνο Γκουέρα μεταφέρει εδώ αυτούσια από την «Κόκκινη Ερημο» του Μικελάντζελο Αντονιόνι) και στον κενό χώρο ανάμεσα σε δύο σκηνές ανθολογίας – αυτή της δοκιμασίας σε real time με το κερί που πρέπει να μείνει αναμμένο και την αυτοπυρπόληση του τρελού Ντομένικο, το λυτρωτικά ποιητικό σινεμά του Αντρέι Ταρκόφσκι βρίσκει στη «Νοσταλγία» την ίσως πιο φιλοσοφικά φορτωμένη εκδοχή του.

Και όμως, ακόμη κι αν δεν πρόκειται σίγουρα για την καλύτερη ταινία του, την ίδια στιγμή, παραμένει μια κινηματογραφική εμπειρία που γιγαντώνεται καθώς περνά η ώρα για να αναδείξει την οικουμενική αλήθεια της νοσταλγίας για την αγάπη, τη μητέρα, την πνευματική καθαρότητα, το φως που δεν σβήνει όταν εξόριστος από την ίδια σου τη χώρα και όλα όσα σε ενώνουν με τους οικείους σου νιώθεις επιτέλους πως ανήκεις κάπου.