Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι νέοι Ιρανοί δημιουργοί εξερευνούν την αστική πλευρά της Τεχεράνης, επιλέγοντας να αφηγηθούν ιστορίες που δεν αγνοούν την παράδοση και την θρησκευτική πλευρά της κουλτούρας της πόλης αλλά, ταυτόχρονα, δε βασίζονται και αποκλειστικά πάνω της. Το πρόβλημα όμως είναι ότι, έχοντας σαν κύριο πρότυπο το εξαιρετικά αγωνιώδες από την φύση του σινεμά του Ασγκάρ Φαραντί, οι συγκρίσεις που αυτόματα προκαλούνται δεν γέρνουν πάντα προς το μέρος των νέων κινηματογραφιστών (όπως συνέβη με το περσινό «Malaria» του Παρβίζ Σαχμπαζί), αποκαλύπτοντας συνήθως έναν γνήσιο ενθουσιασμό αλλά και μια αδυναμία ισορροπίας ανάμεσα σε αυτά που επιτρέπεται και που δεν επιτρέπεται να κινηματογραφήσουν.

Το «Περίπτωση Συνείδησης» του Βαΐντ Τζαλιλβάντ έρχεται δύο χρόνια μετά το «Wednesday, 9 May» του ίδιου και εξακολουθεί να υπηρετεί το είδος του κοινωνικού θρίλερ, θέτοντας για άλλη μια φορά ένα μεγάλο ηθικό δίλημμα στο επίκεντρο της ιστορίας. Ο Δρ Ναριμάν έχει ένα μικρό αυτοκινητιστικό ατύχημα με ένα μοτοσικλετιστή, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ελαφρά ο οχτάχρονος γιος του τελευταίου. Παρά την προσφορά του γιατρού για χρήματα, βοήθεια ή έστω μεταφορά στο πλησιέστερο νοσοκομείο, ο πατέρας αρνείται να πάει το παιδί του για εξέταση. Το επόμενο πρωί όμως, στο νοσοκομείο όπου δουλεύει ο γιατρός, καταφτάνει η σωρός του μικρού αγοριού ώστε να καθοριστεί μέσω αυτοψίας η ακριβής αιτία θανάτου.

Το αποτέλεσμα της αυτοψίας είναι μόνο η αρχή μιας εσωτερικής σύγκρουσης αμφιβολιών, ευθυνών και ηθικής, τόσο από την πλευρά του γιατρού όσο και από την πλευρά του πατέρα του παιδιού, γεγονός που δίνει την ευκαιρία στον Τζαλιλβάντ και να εξερευνήσει διαφορετικές κοινωνικές πτυχές της ιρανικής κοινωνίας, και να ρίξει το φως στην οικονομική εξαθλίωση και τις συνέπειες μιας κυρίαρχης ανέχειας αλλά και να υπογραμμίσει με όχι υπερβάλλοντα διδακτικό τρόπο, ότι υπάρχει ο κατάλληλος πληθυσμός εντός των τειχών της πόλης για να πιστέψει κάποιος με αισιοδοξία στο μέλλον.

Αν όμως η ατομική Οδύσσεια του Ναριμάν χαρακτηρίζεται από ψυχραιμία και αποτελεσματικές δόσεις αγωνίας (χάρη κυρίως στην μετρημένη όσο και έντονη ερμηνεία του Αμίρ Αγκαέ), η προσωπική διαδρομή του πατέρα παρασύρεται από το έμφυτο μελόδραμα της αφήγησής της όσο φλερτάρει ανεπαρκώς με την ιδέα της εκδίκησης. Το «Περίπτωση Συνείδησης» δείχνει τον καλύτερό του εαυτό όταν απομακρύνεται από την δράση και επενδύει στις εσωτερικές εγκεφαλικές διεργασίες, γεγονός που ευνοεί περισσότερο την ιατρική υποπλοκή παρά την παράλληλη πατρική αφήγηση.

Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η ταινία δεν παύει να βγάζει μια μοντέρνα, σύγχρονη και ηθικά πολύπλοκη υφή, προσφέροντας μια φρέσκια ματιά στην αστική Τεχεράνη μακριά από τις στερεοτυπικές εικόνες του (κυρίως παλαιότερου) ιρανικού σινεμά και επενδύοντας σε καθαρά, αυστηρά κάδρα που αξιοποιούν τόσο την κλινική γεωμετρία εντός των κτηρίων όσο και την γήινη, χαώδη αντίθεση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Είναι αλήθεια ότι ο Βαΐντ Τζαλιλβάντ θα μπορούσε να επενδύσει περισσότερο στην οικονομία των διαλόγων, καθώς μερικές φορές εγκλωβίζεται σε ατέρμονες κύκλους, όμως στο τέλος καταφέρνει να αποζημιώσει με την επιλογή του να ρίξει το μαύρο ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, αποδεικνύοντας ότι οι προθέσεις της αφήγησής του δεν ήταν κριτικές αλλά καθαρά ανθρωπιστικές.