Στο Παρίσι του Μεσοπολέμου βρίσκονται τρείς Σοβιετικοί πράκτορες. Η κομμουνιστική πατρίδα τους έχει αναθέσει να βρούν αγοραστή ώστε να πουλήσουν κάποια πανάκριβα κοσμήματα, τα οποία ανήκαν κάποτε στην οικογένεια των Τσάρων. Oμως αυτοί, γοητευμένοι από τα υλικά αγαθά του καπιταλισμού (εστιατόρια, κρασί, καλή ζωή, κ.α.) έχουν σχεδόν ξεχάσει την αποστολή τους και κωλυσιεργούν αδικαιολόγητα στην πώληση των κοσμημάτων. Eτσι λοιπόν οι Σοβιετικές αρχές στέλνουν στο Παρίσι την Νινότσκα, μια σκληρή κομμουνίστρια, με σκοπό να κάνει έλεγχο στους πράκτορες όσον αφορά την πορεία της αποστολής τους. Παράλληλα όμως η Δούκισσα Σουάνα, μέλος της έκπτωτης τσαρικής οικογένειας και μόνιμη κάτοικος Παρισίων, μαθαίνει για τα κοσμήματα και προσπαθεί να τα επανακτήσει πριν πωληθούν. Η ψυχρή και άκαμπτη Νινότσκα που απεχθάνεται την Δύση (και βλέπει τον Πύργο του Άιφελ ως αλάνθαστη μεταλλική κατασκευή και τον έρωτα ως απλή χημική ένωση), προσπαθώντας να συνετίσει τους συμπατριώτες της και να «τρέξει» την αποστολή, θα γνωρίσει τον Γάλλο Λεόν. Μαζί του θα γνωρίσει τον δυτικό τρόπο ζωής, αλλά και τον έρωτα…

Τι θα ήταν το «Νινότσκα» χωρίς την Γκρέτα Γκάρμπο;

Μια απολαυστική, σοφιστικέ κωμωδία δια χειρός του Ερνστ Λιούμπιτς, ένα ευφυές σατιρικό σχόλιο για όσα τελικά ενώνουν τον κομμουνισμό με τον καπιταλισμό και ταυτόχρονα ένα love story φτιαγμένο για να αποδείξει περίτρανα πως δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν απλά να είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

Τι είναι το «Νινότσκα» με την Γκρέτα Γκάρμπο;

Ολα τα παραπάνω επί 100 φορές, κομμένα και ραμμένα πάνω σε έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στο Χόλιγουντ, εδώ στην προτελευταία της ταινία - θα ακολουθούσε το «Two Faced Woman» του Τζορτζ Κιούκορ – πριν η Γκάρμπο εξαφανιστεί από το σινεμά και τον κόσμο μένοντας για πάντα στην αθανασία.

Πιο γνωστή σαν η ταινία που διαφημίστηκε με το σλόγκαν «Garbo Laughs», η «Νινότσκα» δεν ήταν φυσικά η πρώτη ταινία στην οποία η Γκάρμπο γελούσε, αλλά η πρώτη της (και τελευταία) εξ ολοκλήρου κωμική της ερμηνεία και την ίδια στιγμή το απόσταγμα του υποκριτικού της ταλέντου που πλέον, μετά από μια καριέρα δύο δεκατιών, περιείχε μέσα του περισσότερη Γκάρμπο παρά Γκρέτα.

Ευτυχώς, θα έλεγε κάποιος, αφού ο ρόλος της Νινότσκα στα χέρια οποιασδήποτε άλλης ηθοποιού θα ήταν ένα γκροτέσκο υπερθέαμα υπερβολής καρικατούρας και χοντροκομμένου χιούμορ.

Οχι όμως στα χέρια της Γκάρμπο, που στην πραγματικότητα υποδύεται τον εαυτό της να υποδύεται τη Νινότσκα, ολοκληρώνοντας μια σχεδόν τέλεια κωμική ερμηνεία που δεν γλιστράει ποτέ στην καρικατούρα, παραμένοντας από την αρχή μέχρι το τέλος γοητευτική και χαριτωμένη σαν αυτή η γυναίκα να υπήρξε στην πραγματικότητα και να ήταν τόσο γοητευτική οσο η Γκάρμπο.

Ο Λιούμπιτς από τη μεριά του δείχνει επίσης να είναι αυτό ακριβώς που ζητά από την Γκάρμπο, αφήνοντας την ελεύθερη να οδηγήσει την ταινία ακριβώς όπου θέλει αυτή: άλλοτε σε ένα ξεκαρδιστικό one woman show (ειδικά στις πρώτες επαφές της με τον πειρασμό του «καπιταλισμού»), άλλοτε σε ένα γκράντε χολιγουντιανό θέαμα και σε όλη τη διάρκεια της σε ένα παθιασμένο ερωτικό γράμμα πρωτίστως στην ίδια και μετά στην Νινότσκα.

Φυσική και ταυτόχρονα «ηθοποιός», απέριττη και ταυτόχρονα φορτωμένη με το μύθο της, αστεία και ταυτόχρονα μελαγχολική, η Γκάρμπο – δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά! - είναι η ψυχή μιας ταινίας που διαθέτει ένα κρυστάλλινο σενάριο (γραμμένο ανάμεσα σε άλλους και από τον Μπίλι Γουάιλντερ πριν αυτός ξεκινήσει τη σκηνοθετική του καριέρα) περισσότερους από έναν αξέχαστους χαρακτήρες (από τον πάντοτε αξιαγάπητο Μέλβιν Ντάγκλας μέχρι την τριάδα των Ρώσων πρακτόρων που έχουν ξεμυαλιστεί από τη μεγάλη ζωή), παίζει «σοβαρά» με τα καθεστώτα που σατιρίζει και τελικά παραμένει ακόμη ένα μάθημα κινηματογράφου και ζωής με το βλέμμα πρωτίστως στραμμένο στον άνθρωπο.

Χωρίς την Γκάρμπο, θα μιλάγαμε για ένα ακόμη αξεπέραστο δείγμα του «αγγίγματος του Λιούμπιτς» που δεν χάνει ίντσα ρυθμού, ακόμη και όταν ενδίδει περισσότερο στην κωμωδία παρά στη ρομαντική ερωτική ιστορία ή όταν αποδεικνύεται αρκούντως αφελής ακόμη και για τα στάνταρτς της εποχής του.

Με την Γκάρμπο, όμως, η «Νινότσκα» είναι ήδη καταχωρημένη ως ένας ύστατος φόρος τιμής σε έναν μύθο που υπήρξε τόσο μεγάλος μόνο και μόνο για να μπορούν ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι να αναρωτιούνται για το πως ακριβώς χώρεσε στις μικρές για το μέγεθος του διαστάσεις της μεγάλης οθόνης.