Ο 14χρονος Γιάννης ζει με τον πατέρα του, Δημοσθένη, σ’ ένα γραφικό νησάκι στις Κυκλάδες, το οποίο παραμένει ανέγγιχτο από τη λαίλαπα της τουριστικής εκμετάλλευσης. Από την ημέρα που η μητέρα του έφυγε από τη ζωή, οι δυο τους έχουν απομακρυνθεί και το μόνο σημείο επαφής τους αποτελεί, πλέον, η συνήθεια του Γιάννη να βοηθά τον πατέρα του στο ψάρεμα και στην καλλιέργεια του κήπου τους, απ’ όπου προέρχονται και οι μοναδικοί τους πόροι. Το φετινό καλοκαίρι, ωστόσο, όλα πρόκειται να αλλάξουν. Ο Νικόστρατος, ένας αξιαγάπητος λευκός πελεκάνος, θα μπει στη ζωή του Γιάννη με τον πλέον αναπάντεχο τρόπο και θα της δώσει ένα ολότελα νέο νόημα. Η τρυφερή σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο φιλότιμο αγόρι και το πανέξυπνο αυτό πτηνό, θα έχει άμεσο αντίκτυπο τόσο στη συμπεριφορά του Δημοσθένη απέναντί του, όσο και στην καθημερινότητα ολόκληρης της μικροκοινωνίας του νησιού. Από τη στιγμή δε, που στην παρέα τους θα προστεθεί η Αγγελική, η γλυκιά κι αυθόρμητη ανιψιά του Αριστοτέλη, ιδιοκτήτη του μοναδικού καφενείου του νησιού, οι τρεις τους θα μπλεχτούν σε μια σειρά από απίθανες περιπέτειες και θα βιώσουν πρωτόγνωρες εμπειρίες, οι οποίες θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη τους και θα τους συνοδεύουν για πάντα…
Ας προσπεράσουμε στα γρήγορα την παγίδα στην οποία πέφτει ο «Νικόστρατος» θεωρώντας πως οι ταινίες που απευθύνονται σε παιδιά πρέπει να είναι και παιδικά κινηματογραφημένες, χωρίς ίχνος ρυθμού, μοντάζ, σεναριακής συνοχής και φορτωμένες με μηνύματα που ακόμη και αν η ταινία δεν είναι 3D νιώθεις ότι σου επιτίθενται ακόμη και από τα πιο απίθανα σημεία.
Ας προσπεράσουμε, επίσης στα γρήγορα, το γεγονός πως εξ ορισμού μοιάζει ανόητο να πείσεις πως μια ταινία που διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό νησί μιλάει γαλλικά και όταν δεν το κάνει αυτό, επειδή κυκλοφορεί μόνο μεταγλωττισμένη, όπως θα βγει και στις ελληνικές αίθουσες μοιάζει δυστυχώς ακόμη πιο ανόητη (ναι, ο «Ζορμπάς» δεν αποτελεί εξαίρεση...)
Ας προσπεράσουμε, στην τελική, και την προσπάθεια της γαλλικής παραγωγής να υποπτευθεί πως μοιάζουν οι κάτοικοι, οι παπάδες και κυρίως οι παπαδιές (!) ενός ελληνικού νησιού παραδίνοντας τελικά χαρακτήρες που όχι μόνο δεν μοιάζουν με Ελληνες (εκτός αν θεωρείτε ότι ο Κουστουρίτσα θα μπορούσε να είναι ας πούμε από τη Μήλο) αλλά μάλλον φέρνουν σε Γάλλους...επαρχιώτες.
Ας σταθούμε, όμως, με πραγματική διάθεση ανάλυσης, στο πως ο «Νικόστρατος» απεικονίζει τους σημερινούς Ελληνες, ακόμη κι αν αυτοί είναι κάτοικοι ενός μικρού νησιού «αλώβηου από τη λαίλαπα του τουρισμού». Αναπαράγοντας στεγνά και χωρίς καμία διάθεση έρευνας στερεότυπα που συνεχίζουν να συνθέτουν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι ήρωες της ταινίας του Ορλέ δεν είναι παρά μια συρραφή από καρικατούρες (ο γκαφατζής Παπάς, η μονίμως έγκυος παπαδιά, ο φιλοχρήματος καφετζής, ο μοναχικός ψαράς, η τσαχπίνα πρωτευουσιάνα – θέλετε κι άλλα;) που όταν είναι καλοί είναι τόσο καλοί και όταν είναι κακοί είναι πάλι τόσο καλοί. Ενα μάτσο αγαθοί νησιώτες, δηλαδή, που ζουν και αναπνέουν στο βωμό της ορθοδοξίας και της αγίας οικογένειας.
Με τα επίπεδα του φολκλόρ να χτυπάνε κόκκινο και να παραπέμπουν σε καμπάνιες του ΕΟΤ της δεκαετίας του '80 και το παραδεισένιο νησί να κάνει το Υπουργείο Τουρισμού (και Πολιτισμού) να μετράει ήδη αύξηση των τουριστών για το καλοκαίρι του 2012, ο «Νικόστρατος» είναι η ιδανική ταινία για να αντικατοπτρίσει με αρκετή διαύγεια την ελληνική κρίση. Οχι μόνο γιατί υπηρετεί τα ιδανικά της παλιάς Ελλάδας που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να εμποδίσει την έλευση μιας νέας, αλλά γιατί επιπροσθέτως διαθέτει και την επίσημη έγκριση του κράτους (και δη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου που αναγράφεται στους παραγωγούς του).
Δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση να σώσουμε τον Ελληνα από την εικόνα που μπορεί να έχουν οι ξένοι γι'αυτόν, ειδικά όταν αυτός φταίει πριν απ' όλους για το πως επέλεξε να διαφημίσει (ή δυσφημήσει, εξαρτάται από ποια πλευρά το κοιτάς) τον εαυτό του δεκαετίες τώρα. Και φυσικά ο κάθε ξένος που κάνει μια ταινία για την Ελλάδα έχει το δικαίωμα να την παρουσιάσει όπως θέλει. Οπως είμαστε υποχρεωμένοι σαν χώρα να βοηθήσουμε με κάθε τρόπο την κάθε ξένη παραγωγή που θέλει να κάνει γυρίσματα στην Ελλάδα, δίνοντας της τα απαραίτητα εφόδια και αμέριστη βοήθεια υποστηρίζοντας την επιλογή της να ξοδέψει τα χρήματα της σε ελληνικό έδαφος.
Αυτό που θα έπρεπε όμως να μην κάνουμε είναι να δίνουμε επίσημη κρατική «άδεια» σε μια παραγωγή που φέρει τον τίτλο ελληνική, όταν αυτή στέλνει στο εξωτερικό ένα μήνυμα που θα έπρεπε πλέον να θάψουμε βαθιά σε μια από τις απομακρυσμένες σπηλιές που ζει ο πελεκάνος της ταινίας. Ειδικά όταν το ελληνικό σινεμά προσπαθεί να επιβιώσει εκτός συνόρων και οι ελληνικές ταινίες αναζητούν απεγνωσμένα διεθνείς συμπαραγωγές για να καλύψουν την έλλειψη χρηματοδότησης από την Ελλάδα.
Φανταστείτε τους ξένους να ζητάνε από τους Ελληνες παραγωγούς και σκηνοθέτες ειδυλλιακά τοπία, λαϊκά πανηγύρια και γραφικά καφενεία που ακόμη κι αυτά (όλοι έχετε πάει στη Μήλο και τη Σίφνο) είναι είδος υπο εξαφάνιση...