Το «Οι Ζωές των Αλλων» ήταν μάλλον η φωτεινή εξαίρεση στην καριέρα του Γερμανού Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ. Κρίνοντας από το «The Tourist» που ακολούθησε το 2010 με την Αντζελίνα Τζολί και τον Τζόνι Ντεπ κι από τη νέα του ταινία, «Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα» (ο πρωτότυπος, γερμανικός τίτλος είναι «Εργο Χωρίς Δημιουργό»), ο φον Ντόνερσμαρκ έχει μάλλον μια ανομολόγητη ροπή προς το γνωστό «τρικάσετο», το βαρύγδουπο ρομάντζο / ιστορικό δράμα εποχής, το οποίο καμουφλάρει με τέχνη.

Η νέα του ταινία βασίζεται άτυπα στην πραγματική ιστορία των παιδικών και νεανικών χρόνων του Γκέρχαρντ Ρίχτερ, ενός από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους εικαστικούς του 20ού αιώνα, αλλά αυτό καλύτερα να το αφήσουμε κατά μέρος κι ελπίζουμε το ίδιο να κάνει και ο Ρίχτερ.

Η ταινία ξεκινά το 1937, στη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ. Ο μικρός Κουρτ Μπάρνερτ, με εξαιρετική έφεση στη ζωγραφική, βλέπει το δάσκαλο πατέρα του άνεργο επειδή δεν γράφεται στο ναζιστικό κόμμα και την οικογενειακή ζωή τους να γίνεται κομμάτια, κάτω από τις επιταγές της απολυταρχικής κυβέρνησης. Η θεία του, Ελίζαμπεθ, δροσερή, πανέμορφη, αγαπημένη του αλλά κι αλαφροΐσκιωτη, είναι εκείνη που τον πηγαίνει βόλτες σε εκθέσεις και προσπαθεί να του ανοίξει τα μάτια στην τέχνη και στη ζωή, να τον μάθει να τα κρατά ανοιχτά ό,τι τρομακτικό κι αν βλέπει μπροστά του, επειδή «η αλήθεια είναι η πραγματική τέχνη.» Οταν, ωστόσο, η Ελίζαμπεθ διαγιγνώσκεται ως σχιζοφρενής, ο ιατρός (και μέλος των ΕςΕς), Καθηγητής Καρλ Σίμπαντ (ο Σεμπάστιαν Κοχ ως καρικατούρα του ήρωά του), πρώτα υπογράφει τη στείρωσή της (για την προοδευτική εξυγίανση της άριας φυλής) και, στη συνέχεια, την οδηγεί στο θάνατό της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Μια δεκαετία και κάτι μετά, ο Κουρτ βρίσκεται σε πολλαπλό αδιέξοδο. Οι σπουδές Καλών Τεχνών δεν καλύπτουν τις ανησυχίες του, ο πατέρας του, αναγκασμένος να καθαρίζει σκάλες για το βιοπορισμό του, αυτοκτονεί και η κοπέλα που αγαπά, η όμορφη κι αθώα Ελι είναι, φεύ, κόρη του Καθηγητή Καρλ Σίμπαντ - και, ορισμένως, θύμα των ναζιστικών πεποιθήσεών του. Θα καταφέρει ο Κουρτ να βρει τον καλλιτεχνικό προορισμό του; Θα το πάρει το κορίτσι, αποδευσμευόμενος από τη σκοτεινή παρουσία του Καθηγητή; Θα σπάσει, δημιουργικά, τα δεσμά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που καταπνίγει τον αυθορμητισμό στην Ανατολική Γερμανία όπου ζει; Το τρίωρο κινηματογραφικό έπος έχει τις απαντήσεις που έρχονται, μια-μια, με σοβαροφάνεια, κοινοτυπία και... διπλοτυπία!

Για να αναπτύξει τα θέματά του, ο φον Ντόνερσμαρκ επιλέγει πομπώδη μουσική, κυκλική αφήγηση με επανάληψη των «δραματικά σημαντικών» στιγμών για εμπέδωση, exploitation στο σημείο του να μπαίνει μαζί με τις ολόγυμνες γυναίκες στο θάλαμο αερίων, παρωχημένα προστατευμένες σκηνές σεξ και άφθονα φορτισμένα βλέμματα. Οι γυναίκες της ιστορίας του είναι αδύναμες, αλλά ο φον Ντόνερσμαρκ δεν είναι μισογύνης, γιατί κι οι άντρες της ιστορίας είναι εξίσου αδύναμοι και αδιάφοροι επιπλέον.

Τα τσιτάτα που εκφέρουν οι ήρωες είναι βγαλμένα από λυσάρι του τύπου «πώς να δείχνετε ότι γνωρίζετε από τέχνη χωρίς να έχετε ιδέα», όπως ότι η τέχνη σου είναι τόσο κενή όσο εσύ ο ίδιος, μην αποστρέφεις το βλέμμα από την αλήθεια, η τέχνη δεν χωρά συμβιβασμούς, η τέχνη δεν χωρά περιορισμούς, ούτε λογοκρισία, η τέχνη, τέλος και με κεφαλαία γράμματα, η μόνη τέχνη, είναι η αλήθεια. Το ακόμα πιο στενάχωρο είναι πως, με βάση μια προσωπικότητα σαν τον Ρίχτερ, αλλά και πεδίο δράσης τη Γερμανία πριν και μετά τον Β' Παγκόσμιο, ο φον Ντόνερσμαρκ θα μπορούσε να έχει κάνει ένα στοχαστικό αριστούργημα.

Αντ' αυτού, το «Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα» βλέπεται σαν μίνι-σειρά ανεκτή για ένα κυριακάτικο απόγευμα, ως ένα σοβαροφανές έργο χωρίς σκηνοθετική υπογραφή.