Βρισκόμαστε σε μια επαρχιακή ιαπωνική πόλη στο τέλος του χειμώνα. Το χιόνι είναι ακόμη παρόν, αλλά το φως υπόσχεται μια άνοιξη στον ορίζοντα. Ο Τάκουγια (Κεϊτάτσου Κοσιγιάμα) είναι ένας μαθητής που δε φαίνεται να κάνει τίποτα καλά. Τον βάζουν τερματοφύλακα στο χόκεϊ, είναι αργός στην ανάγνωση, ψευδίζει και καταπίνει συνέχεια τη γλώσσα του. Κουβαλάει μια υπερμεγέθη μετριότητα στην καμπούρα του.
Μετά από μια προπόνηση χόκεϊ όπου ο δίσκος τον τραυματίζει, παραστρατεί και καταλήγει στο διπλανό παγοδρόμιο. Αγγίζει τον πάγο διστακτικά, όπως μπαίνουμε στη θάλασσα που είναι κρύα την άνοιξη. Τις κινήσεις του συνοδεύει η προσοχή που αξίζει κάτι εύθραυστο και πολύτιμο. Κοιτάει τη Σάκουρα (Κιάρα Τακανάσι) να στροβιλίζεται στην απόσταση. Στο μυαλό του σχηματίζεται μια ολόκληρη κοσμολογία: ακμές και καμπύλες, σπείρες και κόμβοι που διαγράφουν τα παγοπέδιλα κάθε στιγμή που περνά.
Η Σάκουρα γλιστράει στον πάγο σαν να μην λογαριάζει τη βαρύτητα. Τριγυρίζει στο παγωμένο παραλληλόγραμμο με ταχύτητα φωτός. Τα παράθυρα του σχολικού γυμναστηρίου είναι γεμάτα δαχτυλιές και έχουν συγκεντρώσει βρώμα δεκαετιών, αλλά το φως την χτυπά όλο θέρμη, όλο γλύκα κι όλο υπόσχεση. Ο Τάκουγια την κοιτά και μονομιάς καταλαβαίνει πως σε κάθε σταγονίδιο φωτός, ζει το φως εν γένει.
Το κορίτσι πηδά όλο χάρη και προσγειώνεται στη λύση της πιο γλυκιάς συγχορδίας. Ακούμε το Clair de Lune του Ντεμπουσί, ένα αθάνατο τραγούδι για πιάνο, τόσο γλυκό που κάνει τη Σελήνη να λιώνει σαν μια τεράστια μπάλα παγωτό βανίλια και να στάζει στη γη. Οι πλανήτες ευθυγραμμίζονται: μόνο κάποιος που έχει βρεθεί σε ένα καθεστώς απόλυτης ευθυγράμμισης μπορεί να ταυτιστεί μαζί του. Ενα αόρατο δικαστήριο μέσα στο λευκό παγοδρόμιο καταλήγει πανηγυρικά σε ετυμηγορία: ο Τάκουγια συνάντησε το πεπρωμένο του.
Αμέσως, τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Η ζωή παίρνει τον δρόμο της. Πρέπει να γυρίσει σπίτι, να ταΐσει το Ακίτα, να διαβάσει, να φάει βραδινό και να πλυθεί - όλα αυτά τα απαίσια πράγματα που πρέπει να κάνουμε, όταν κάτι άλλο κυβερνά τη σκέψη μας. Μακριά από τη Σάκουρα, επιπλέει στην μπανιέρα σαν κάποιος βαρόνος αυτολύπησης. Σιγοτραγουδά τις νότες του Claire de Lune. Το κορίτσι που στροβιλίζεται νοίκιασε διαμέρισμα στην παρεγκεφαλίδα του κι αυτός, ο καημένος, δεν μπορεί παρά να τηλεγραφεί τα καρδιοχτύπια του από το περιθώριο. Σε αυτήν την κομβική στιγμή, ο Τάκουγια αποφασίζει να αναλάβει δράση και να απαντήσει στο κάλεσμά του. Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή του διαδραματίζει ο προπονητής του καλλιτεχνικού πατινάζ, ο συμπαθής Αρακάουα (Σόσουκε Ικεμάτσου), ο οποίος του χαρίζει τα παλιά του πατίνια και τον βάζει σε εντατικό πρόγραμμα προπόνησης με το κορίτσι των ονείρων του, έχοντας μάλιστα διαγωνιστικά σχέδια για τους δυο τους. Γρήγορα, ο Αρακάουα μετατρέπει τον Τάκουγια από νεογέννητο πουλάρι που δυσκολεύεται να σταθεί στα πόδια του σε κάποιο ευκίνητο, επιδέξιο ζώο, το οποίο δεν έχει φτερά αλλά γλιστρά μισό εκατοστό πάνω από τον πάγο.
Τίποτα δε φαίνεται να μπορεί να τους σταματήσει. Όλος ο κόσμος είναι στο πλάι τους. Χιλιάδες μικρά ξυραφάκια ακονίζουν τις λεπίδες τους. Στροβιλίζονται παρέα πάνω σε παγωμένες λίμνες και τους βρίσκει το σούρουπο αγκαλιά. Γρήγορα όμως, ξετυλίγεται μπροστά μας το αποτέλεσμα μιας αιφνιδιαστικής ταλάντωσης: όπως συμβαίνει σε όλα τα παραμύθια, κάτι απροσδόκητο καταστρέφει τη σύμπνοιά τους με τρόπο μη αναστρέψιμο. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας το χιόνι της ιαπωνικής υπαίθρου σιγολιώνει. Στο τέλος, δεν έχουμε πού να ακουμπήσουμε πια.
Ο Χιρόσι Οκουγιάμα εκτελεί ένα άψογο κινηματογραφικό άξελ, κάνει μια μεγάλη σβούρα και προσγειώνεται με επιτυχία μπροστά στην κριτική επιτροπή. Ο λεπτός πάγος πάνω στον όποιον πατά η ταινία δε ραγίζει ποτέ. Ο τρόπος που ο Οκουγιάμα κατορθώνει να μιλήσει για τη ΛΟΑΤΚΙΑ+ συμπερίληψη είναι αξιοθαύμαστος. Παραμένει διακριτικός, σε πλήρη αρμονία με την υπόλοιπη ταινία, την οποία καλύπτει με ένα πέπλο παιδικής αθωότητας. Η ταινία ξεκινά ως μια μαθητική ερωτική ιστορία και καταλήγει στο πιο ενήλικο ερωτικό δράμα που παρακολουθήσαμε φέτος.
Με το λιώσιμο των πάγων, οι νεαροί πρωταγωνιστές μας δεν έχουν επιφάνεια να τσουλήσουν πια. Κι εμείς βάζουμε με το νου μας πως ίσως μάθουν τελικά να περπατούν στο χώμα. Η ταινία αυτή, γυρισμένη εξολοκλήρου μέσα σε ένα παραμυθιακό πλαίσιο, αναπτερώνει τις ελπίδες μας πως η άνοιξη θα ανθίσει για όλους μας - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθέναν - και πως όλοι έχουν μια θέση στον ήλιο.