O 36χρονος θεατρικός συγγραφέας Γουάλας «Γουόλι» Σον νιώθει αποτυχημένος. Αναγκάστηκε να ψάχνει δουλειές κι ως ηθοποιός για να μπορέσει να ζήσει, αλλά κι οι ρόλοι στην off Broadway Νέα Υόρκη δεν είναι εύκολοι. Πώς κατάντησε έτσι; Ενας αστός της Upper East Side, που σνόμπαρε τα χρήματα των γονιών του για να γίνει καλλιτέχνης; Πώς σήμερα το μόνο που σκέφτεται είναι οι λογαριασμοί του μήνα που κατακλύζουν το γραμματοκιβώτιό του; Μέσα στη σκοτούρα του πρέπει να συναντήσει κι έναν παλιό του φίλο για δείπνο. Ο Αντρέ Γκρέγκορι, αντίθετα από αυτόν, είναι ένας επιτυχημένος θεατρικός σκηνοθέτης. Μάλλον αρκετά επιτυχημένος για να τα παρατήσει και να αρχίσει να ταξιδεύει τον κόσμο, συλλέγοντας εμπειρίες. Επέστρεψε στην Νέα Υόρκη πρόσφατα και οι φήμες τον θέλουν να μην είναι πολύ καλά. Κάποιος τον είδε να βγαίνει από μία ταινία του Μπέργκμαν και να κλαίει με αναφιλητά μονολογώντας μία ατάκα: «Μπορώ να ζήσω μόνο μέσα στο έργο μου, αλλά όχι στη ζωή μου». Ο Γουόλι έχει τα δικά του προβλήματα. Δεν θέλει καθόλου αυτό το δείπνο με τον Αντρέ. Είναι όμως και λίγο περίεργος. Επίσης, πρέπει να φάει...
Αν ο Λουί Μαλ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ακολουθεί με την κάμερά του στο χέρι τον Γουόλας Σον (πράγματι θεατρικό συγγραφέα και ηθοποιό) στους δρόμους του Σόχο, σε μια περιπλάνηση που αποτυπώνει το θόρυβο, την ενέργεια, τον κόκκο στην εικόνα, τη βρωμιά και τη γοητεία της Νέας Υόρκης, από τη στιγμή που θα μπει στο εστιατόριο, η σκηνοθεσία του θα είναι πειθαρχημένα λιτή. Μεσαία πλάνα, κοντινά, ελάχιστες κλεφτές λήψεις μέσα από τον καθρέφτη στο φόντο του τραπεζιού των δύο φίλων που επί 110 λεπτά τρώνε και συζητούν. Η κάμερά του γνωρίζει πολύ καλά ότι πρέπει να αφιερωθεί στην πρωταγωνίστρια της ταινίας: την ίδια τη συζήτηση.
Το 1981 ήταν εντελώς πρωτοποριακό, κι αποτελούσε πρόκληση και στοίχημα, να κατασκευάσει κανείς μία ανεξάρτητη ταινία χωρίς δράση. Να προτείνει στο κοινό να φιξάρει την προσοχή του στο λόγο. Να κάτσει κι ο θεατής σε αυτό το τραπέζι, να ακούσει, να ενδιαφερθεί, να πάρει θέση στις τοποθετήσεις του Αντρέ ή τις αντιρρήσεις του Γουόλι.
Η ιδέα προέκυψε από τους ίδιους τους συνεργάτες και φίλους, Γουόλας Σον και Αντρέ Γκρέγκορι. Οι δυο τους προερχόντουσαν από την πειραματική θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, - μάλιστα ο Γκρέγκορι στα 60ς είχε ιδρύσει το Manhattan Project, έναν θίασο όπου το κείμενο των έργων που ανέβαζαν έβγαινε μέσα από αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών στις πρόβες. Ταυτόχρονα, ο Σον είχε μόλις αρχίσει να γίνεται γνωστός μέσα από ρόλους του σε ταινίες (π.χ. το «Μανχάταν» του Γούντι Αλεν). Το θεατρικό και σινεφίλ κοινό της εποχής λοιπόν ήξερε ότι παρακολουθούσε έναν διάλογο, και μία ταινία, που η μυθοπλασία φλέρταρε με την αλήθεια των χαρακτήρων. Γιατί πράγματι ο Γκρέγκορι είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι αναζήτησης - προσωπικής και καλλιτεχνικής. Επαιζαν λοιπόν τους εαυτούς τους; Ελεγαν αυτά που πραγματικά πίστευαν; Αυτοσχεδίαζαν σε πραγματικό χρόνο μέσα σ' ένα εστιατόριο;
Οχι. Το εστιατόριο ήταν σκηνικό (το οποίο αντέγραφε το ύφος του «Cafe des Artistes», ένα αγαπημένο στέκι των μποέμ της Ν. Υόρκης) και οι διάλογοι, σενάριο. Ακολουθώντας τη μέθοδο του Manhattan Project, οι δυο τους έκαναν "πρόβες" - ηχογράφησαν τρεις-τέσσερις συζητήσεις τους κι ο Σον δούλεψε να τελειοποιήσει τους διαλόγους, πριν κάτσουν απέναντι στην κάμερα του Μαλ, ο οποίος είχε ενθουσιαστεί με την πρόκληση. Ηταν γνωστό ότι δεν έκανε ποτέ την ίδια ταινία.
Το αποτέλεσμα είναι αφοπλιστικό. Αν το κοινό του 21ου αιώνα, με την διαβόητα εύκολα αποσπώμενη προσοχή, αφεθεί στο χειμαρρώδη διάλογο, τα ερωτήματα που προκύπτουν για τη ζωή, την τέχνη (και τα όρια ανάμεσα στα δύο), τον άνθρωπο, την επιτυχία, την μοίρα (εμείς τη φτιάχνουμε ή είμαστε θύματά της;) την αναζήτηση ευτυχίας (ή ενός κάποιου νοήματος έστω), είναι τόσο φρέσκα, αγέραστα, επίκαιρα που ο θεατής θα αιφνιδιαστεί.
Ο Γκρέγκορι ξεκινά έναν μανιακό μονόλογο, όπου ο loser Γουόλι ακούει αρχικά γοητευμένος. Πώς αυτός ο άνθρωπος πέτυχε κι εκείνος όχι; Και τι είναι αυτά που του αραδιάζει; Σταδιακά, όσο ο Γκρέγκορι αναδιπλώνει τις σκέψεις του πάνω στο μοιραίο, το τυχαίο, το μαγικό της τέχνης, ο Γουόλι εξαγριώνεται. Χρειάζεται καθοδήγηση, manual για την επιτυχία (οι λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν) κι όχι δεισιδαιμονίες. Αρχίζουν και κονταροχτυπιούνται πάνω στο "τι τελικά χρειάζεται το κοινό να του δώσεις" και χωρίς να το καταλάβουν (καταλάβουμε) η διαλογική τους περνά στο τι ψάχνει ο άνθρωπος για να απαντήσει το πιο αρχετυπικό ερώτημα όλων: γιατί ήρθε στη ζωή;
Βαθιά υπαρξιακό, ακαδημαϊκό, φιλοσοφικό, αλλά καθόλου σοβαροφανές - αντιθέτως σουρεαλιστικά κωμικό σε στιγμές- αυτό το δείπνο μπορεί να σας κουράσει αν δεν αγαπάτε το βερμπαλιστικό σινεμά. Αλλά ίσως κι αυτή η δοκιμασία προσήλωσης να είναι ο σκοπός του. Αλλωστε ό,τι είναι θρεπτικό, κι αποτελεί τροφή για σκέψη, δεν είναι ευκολοχώνευτο.