Η ζωή της Τάο, και αυτών που βρίσκονται κοντά σε αυτήν, διερευνάται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους: 1999, 2014, και 2025.Κίνα, 1999. Στην πόλη Φενγιάνγκ, οι παιδικοί φίλοι, ο ανθρακωρύχος Λιανγκζί και ο ιδιοκτήτης βενζινάδικου Ζανγκ, είναι ερωτευμένοι με την ίδια κοπέλα, την Τάο, την όμορφη της πόλης. Εντέλει, η Τάο παντρεύεται τον πλουσιότερο από τους δύο, τον Ζανγκ, κι αποκτούν έναν γιο με το όνομα Ντόλαρ.Κίνα, 2014. Οι Ζανγκ και Τάο χωρίζουν, και ο γιος τους μεταναστεύει στην Αυστραλία με τον επιχειρηματία πατέρα του.Αυστραλία, 2025. Ο 19χρονος Ντόλαρ μιλάει μετά βίας κινέζικα και δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με τον πτωχευμένο πατέρα του. Το μόνο που θυμάται από τη μητέρα του είναι το όνομά της…
Ξεκινώντας την ταινία με μια ομάδα ανθρώπων που χορεύει υπό τους ήχους του «Go West» των Pet Shop Boys την πρωτοχρονιά του 1999 σε μια Κίνα που βρίσκεται στην αυγή μιας σειράς σαρωτικών αλλαγών το «Mountains May Depart» κάνει σαφές ότι δεν φοβάται τους συμβολισμούς, αλλά ούτε και το τετριμμένο.
Στην πορεία της ταινίας, μέσα σε τρεις χρόνους, το 1999, το 2014 και 2025, ο Ζία Ζανγκέ θα ακολουθήσει την πορεία τριών ανθρώπων της Τάο και των δύο ανδρών που ενδιαφέρονται γι αυτή στα είκοσι και κάτι τους, του Ζανγκ, ενός ανερχόμενου καπιταλιστή με ένα καινούριο γυαλιστερό δυτικό αυτοκίνητο και του Λιανγκζί, ενός απλού εργάτη.Στην πορεία των χρόνων και μέσα από μια ιστορία που δεν θα έμοιαζε καθόλου αταίριαστη σε ένα παλιομοδίτικο χολιγουντιανό μελόδραμα, επικών φιλοδοξιών, ή ακόμη και σε μια σύγχρονη συγκρατημένη σαπουνόπερα, ο Ζανκέ θα ακολουθήσει την περιπετειώδη πορεία της ζωής και των συναισθημάτων αυτών των ανθρώπων.
Γάμοι και χωρισμοί, παιδιά κι ασθένειες, αναχωρήσεις κι επιστροφές αποχαιρετισμοί και θάνατοι, συγκρούσεις και επανενώσεις, με φόντο μια Κίνα που αλλάζει δραματικά και με ήρωες μια νέα γενιά που δυσκολεύεται να κρατήσει την ταυτότητά της καθώς όντως «πάει δυτικά» τόσο γεωγραφικά όσο και μεταφορικά.
Ο τρόπος που ο Ζανγκέ κινηματογραφεί τις ζωές τους πιθανότατα θα αντιμετωπιζόταν ακόμη και με χλευασμό αν αυτή ήταν μια ταινία ενός δυτικού σκηνοθέτη: τα όσα βιώνουν οι ήρωες είναι συχνά μπανάλ και σχηματικά, οι διάλογοι ακούγονται συχνά ξύλινοι και αθέλητα αστείοι -ειδικά στο τρίτο μέρος που διαδραματίζεται στην Αυστραλία- όμως το εύρος της ιστορίας του και η μεγαλύτερη εικόνα της χώρας και της σαρωτικής κίνησής της προς τα εμπρός, κάνουν το φιλμ να σε παρασύρει.
Ομως το «Mountains May Depart» όσο κι αν είναι φιλόδοξο στο εύρος και τις προθέσεις του κι όσο κι αν κατορθώνει να γίνεται συγκινητικό σε συγκεκριμένες στιγμές, όσο κι αν η μαεστρία ενός εξαιρετικά ικανού σκηνοθέτη δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί, είναι επίσης ένα φιλμ με αδυναμίες στο σενάριο που συχνά είναι γεμάτο ευκολίες και αμήχανες στιγμές που θυμίζουν κακή τηλεόραση και στους χαρακτήρες που δεν ξεφεύγουν ποτέ από το σχηματικό.Οταν όμως αφήνει τις συμβάσεις και τους πιο εύκολους συμβολισμούς, για τους χαμένους ανθρώπους στην δίνη μιας χώρας που μεταμορφώνεται, για μια πιο αφαιρετική και λιγότερο «διδακτική» εκδοχή της αφήγησης του, όπως στην εξαιρετική σκηνή του φινάλε του, τότε είναι που βλέπεις το φιλμ που το «Mountains» θα μπορούσε να είναι. Και θα ήταν σπουδαίο.