Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2009, σ’ ένα σταθμό τραίνου κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, ο Οσκαρ, 22χρονος αφροαμερικανός, πατέρας μιας 5χρονης κόρης, βρέθηκε περαστικός μαζί με τη γυναίκα του και τους φίλους του. Με την ελάχιστη αφορμή, οι αστυνομικοί του σταθμού συνέλαβαν την παρέα και πάνω στον διαπληκτισμό, ο ένας πυροβόλησε εν ψυχρώ τον Οσκαρ στην πλάτη και τον σκότωσε, ισχυριζόμενος αργότερα ότι το έκανε άθελά του, νομίζοντας ότι αντί για το όπλο του, κρατούσε το taser του. Αυτή η τραγική ιστορία καταγράφηκε από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πλατφόρμα, με κινητά τηλέφωνα και φωτογραφικές και προκάλεσε τη μήνη των πολιτών ολόκληρης της Αμερικής. Αυτό το περιστατικό καταγράφει κι ο Ράιαν Κούγκλερ, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του που έκανε πρεμιέρα στο φετινό Σάντανς, τιμήθηκε με το Βραβείο Κοινού και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, αλλά διακρίθηκε και στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ Καννών.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο Μάικλ Μπι Τζόρνταν, ο Βινς του «Friday Night Lights» για όσους το έβλεπαν, αποτελώντας ένα μαγνήτη στην οθόνη: με μια δυνατή αλλά χωρίς εύκολα ξεσπάσματα ερμηνεία, εκπληκτικά φωτογενής και στιβαρός, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι θέτει υποψηφιότητα για διάδοχος του Ντενζέλ Γουόσινγκτον στο σινεμά της επόμενης δεκαετίας. Στο ρόλο της μητέρας του η Οκτάβια Σπένσερ, περσινή οσκαρική νικήτρια για τις «Υπηρέτριες», στήνει ένα μικρό, αλλά παθιασμένο ρόλο.
Ο Κούγκλερ βάζει τις σωστές πινελιές ρυθμού κι αισθητικής για να πλάσει μια αυθεντική ατμόσφαιρα, τόσο στις σκηνές του περιστατικού όσο και στο σύμπαν των μικροαστών Αφροαμερικανών της Καλιφόρνια. Ξεκινώντας την ταινία με πραγματικά βίντεο από τη δολοφονία, γυρίζει πίσω, χρόνο με το χρόνο, δείχνοντας στοιχεία από τη ζωή του Οσκαρ που εντείνουν την τραγική ειρωνεία: ένα καλό παιδί που θέλησε να βγει από την παρανομία, ένας νέος που από ντίλερ, περνώντας κι από τη φυλακή, προσπάθησε να κάνει μια κανονική ζωή δουλεύοντας σε σούπερ μάρκετ, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει το συνάνθρωπο, καλός πατέρας, καλός γιος.
Μόνο που, συνειδητά και επίμονα, ο Κούγκλερ, έχοντας ο ίδιος γράψει και το σενάριο της ταινίας, πιέζει το θεατή να εξοργιστεί και να συγκινηθεί τόσο πολύ, ώστε άθελά σου αντιδράς. Αν ήξερε το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», οπωσδήποτε θα το είχε εμφανίσει κι αυτό σ’ ένα τοίχο. Μελόδραμα με σφραγίδα ποιότητος, καταναγκαστικό στην πρόκληση δακρύων, το «Fruitvale Station» το περιμέναμε με ανυπομονησία, αλλά τελικά αυτό που κατάφερε ήταν να μάς συστήσει έναν πρωταγωνιστή που σημειώνουμε στην ατζέντα μας, και να μάς κάνει ν’ αναρωτηθούμε γιατί το σπουδαίο φεστιβάλ του Σάντανς επέλεξε απ’ όλες τις ταινίες του να δώσει το βραβείο σ’ αυτή τη συμπαθητική αλλά χειριστική ταινία που θέλει να μας κάνει να κλάψουμε με το στανιό.