H Εμα κι ο Ντέξτερ γνωρίζονται τη βραδιά της αποφοίτησής τους από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στις 15 Ιουλίου του 1988. Εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους -εκείνος δημοφιλές πλουσιόπαιδο, εκείνη αριστούχος ασχημόπαπο- αποφασίζουν να κρατήσουν τη σχέση τους πλατωνική και να παραμείνουν φίλοι. Μία φιλία που γιορτάζουν κάθε χρόνο, την ίδια μέρα - στις 15 Ιουλίου. Οπου και να τους έχουν οδηγήσει οι ζωές τους, αυτή την μέρα συναντιούνται, διηγούνται τις εξελίξεις τους, αλληλοστηρίζονται. Τους παρακολουθούμε σ' ένα διάστημα 20 χρόνων, να αλλάζουν να μεταμορφώνονται, να επανεκτιμούν, να συνειδητοποιούν ότι οι μεγαλύτεροι έρωτες μπορεί να προκύψουν με τον καλύτερό σου φίλο. Και ότι το νόημα της ζωής σου μπορεί να κρύβεται όχι απλά σε μία ημέρα, αλλά και σε μία στιγμή.
Ακούγεται ήδη μελό, αλλά τα εκατομμύρια των αναγνωστών που έκαναν το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Νίκολς best seller, ορκίζονται στη δύναμη της ιστορίας των δύο αυτών αταίριαστων soulmates. Στη φαινομενικά αποσπασματική, αλλά ουσιαστικά μεστή και πανέξυπνη γραφή του Νίκολς. Στην καθαρόαιμη συγκίνηση που κουβαλάς για πολύ καιρό αφότου το τελειώσεις.
Αρκετά λοιπόν γενναία απόφαση της Λόνε Σέρφιγκ να αναλάβει την κινηματογραφική μεταφορά του. Και θα πίστευε κανείς ότι η δανέζα σκηνοθέτις που ήξερε να εξισορροπεί ιδανικά τη συγκίνηση με το νατουραλισμό («Wibur Wants to Kill Himself», «Ιταλικά για Αρχάριους») θα τα κατάφερνε θαυμάσια. Πόσο μάλιστα όταν είχε δώσει πρόσφατα εξετάσεις με τη βρετανική τρυφερή ενηλικίωση («Μια Κάποια Εκπαίδευση») και είχε περάσει με άριστα.
Κι όμως. Παρόλο που στο σενάριο επιστρατεύτηκε ο ίδιος ο συγγραφέας, αυτή η ιστορία φιλίας, έρωτα και απώλειας μοιάζει να έχει γραφτεί από ομάδα κυνικών χολιγουντιανών σεναριογράφων που ανακατεύουν κλισέ δραματικών κομεντί και καταλήγουν με επιφανειακές, προβλέψιμες, γλυκερές συνταγές.
Η Αν Χάθαγουεϊ (η επιλογή της οποίας αντιμετωπίστηκε με θύελλα αντιδράσεων από τους φανατικούς του βιβλίου, καθώς μία χολιγουντιανή κουκλάρα κλήθηκε να φορέσει τα μυωπικά γυαλιά και τα Doc Martens της ηρωίδας) μπορεί να αποτυγχάνει στη βρετανική της προφορά, αλλά έχει το υγρό, ελαφίσιο βλέμμα που σου διηγείται τις δικές του ιστορίες. Ούτε ο ταλαντούχος Τζιμ Στάρτζες είναι το πρόβλημα - παρόλο που χαρίζεται στον ήρωά του και τον σώζει πολλές φορές ηρωικά από το στάτους του καθαρόαιμου κωλόπαιδου.
Οι δύο πρωταγωνιστές δουλεύουν με ό,τι έχουν στα χέρια τους, κι αυτό δυστυχώς υπερτερεί σε μελόδραμα, αλλά δεν μοιάζει να έχει ψυχή. Οι ήρωες εξελίσσονται τόσο σχηματικά που κανείς παρατηρεί περισσότερο τη σκηνογραφία, τα κουστούμια και τα χτενίσματα που διατρέχουν τις δεκαετίες, παρά τους ίδιους. Το εύρημα της μίας ημέρας στην οθόνη μετά από λίγο κουράζει, η κορύφωση της σχέσης αργεί, ενώ η εξέλιξή της μοιάζει με φορσέ τραγικό εύρημα - μία ανατροπή που κατασκευάζεται για εύκολα δάκρυα.
Η Σέρφιγκ στολίζει τα πλάνα της παρά βουτά στην αλήθεια τους. Στην «Μια Κάποια Εκπαίδευση» το έκανε επίσης, αλλά με το τρυφερό και ισόποσα πικρό σενάριο του Χόρνμπι για οδηγό, υπήρχε εγγύηση ισορροπίας. Εδώ το αποτέλεσμα είναι ζαχαρωμένο και τραγικό - αυτοαναιρείται και καταλήγει αδιάφορο.
Οταν δηλαδή αποφασίζει να καταλήξει, γιατί έχουν μεσολαβήσει 4-5 φινάλε στην πορεία, που υποβάλλουν το θεατή στην πιο μακρόσυρτη, ατελείωτη ημέρα της κινηματογραφικής του ζωής.