Αργεντινή, 1979. Επειτα από χρόνια εξορίας από τη Χούντα ως μέλη της Αντίστασης, ο δωδεκάχρονος Χουάν και η οικογένειά του επιστρέφουν στο Μπουένος Αϊρες με καινούργιες, πλαστές ταυτότητες. Οι γονείς του Χουάν μαζί με τον θείο Μπέτο είναι μέλη της οργάνωσης των Μοντονιέρος, που εξακολουθεί να μάχεται κατά της σκληρής δικτατορίας που κυβερνά ακόμη τη χώρα, και διώκονται αλύπητα λόγω της δράσης τους. Γι’ αυτό έξω από το σπίτι και στο σχολείο, ο ανήλικος μαθητής έχει άλλο όνομα… Εκεί όλοι τον ξέρουν ως Ερνέστο – ένα όνομα που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσει, καθώς διακυβεύεται η ασφάλεια της οικογένειάς του. Μόνο που ο Ερνέστο θα νιώσει για πρώτη φορά ερωτευμένος, με την αδελφή του συμμαθητή του, τη Μαρία και το μόνο που θα θελήσει είναι να μείνει για πάντα μαζί της.
Κάνοντας πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών και φτάνοντας μέχρι την υποβολή για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, το ντεμπούτο του σκηνοθέτη από το Μπουένος Αϊρες συνδυάζει την πολιτική σκέψη με μια ακαταμάχητη περιγραφή του περάσματος από την παιδική αθωότητα στον ενήλικο κυνισμό.
Από τη μια πλευρά, ο Αβιλα προσεγγίζει τους ήρωές του με ζεστασιά και τρυφερότητα: στον έρωτα των νέων, επαναστατών γονιών, στο κέφι του θείου Μπέτο που ξέρει να κάνει τα παιδιά να τον αγαπούν, στα παιδικά πάρτυ με χορευτικές κασέτες, στο βλέμμα του μικρού Χουαν / Ερνέστο που ανακαλύπτει το μυστικό της κοριτσίστικης μαγείας και σε μια γενιά που ξάπλωσε στο γρασίδι κι ονειρεύτηκε, η ταινία φτιάχνει ήρωες με τους οποίους εύκολα ταυτίζεσαι και νοιάζεσαι με πάθος για την επιβίωσή τους, γιατί μοιάζει με τη δική σου.
Από την άλλη, επειδή οι ήρωες αυτοί δεν είναι κοινότυποι, αλλά είναι εκείνοι που με διακύβευμα τη ζωή τους προσπάθησαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, η πολιτική ματιά της ταινίας είναι διατυπωμένη μ’ έναν ιδεαλισμό τόσο βιωματικό που δεν έχεις παρά να τον δεχτείς: η επανάσταση γίνεται πάντα παράλληλα με τη ζωή, δε σταματάει το ένα για ν’ αρχίσει το άλλο. Οι επιλογές και οι ευθύνες βαραίνουν παραπάνω ανθρώπους από έναν και η θυσία γίνεται εύκολα καραμέλα τόσο γλυκιά, όσο οι σοκολατένιες ελίτσες που εμπορεύεται, για βιτρίνα, η οικογένεια του Ερνέστο.
Η σκηνοθεσία του Αβιλα εναλλάσσει με άνεση το λυρισμό με το σκληρό ρεαλισμό, μόνο που η βία, περισσότερο σαν αστραπή ή σαν ανάμνηση, αποδίδεται έξυπνα όχι με την κάμερα, αλλά μ’ ένα κομιξικό animation που λειαίνει την αγριότητά της, όπως ξεθωριάζει στη μνήμη ενός παιδιού που μεγαλώνει. Ο Τεό Γκουτιέρες Μορένο που ως Ερνέστο σηκώνει την ταινία στους ώμους του έχει παιδική ανεμελιά και σοφία στο βλέμμα του. Η μαμά Νατάλια Ορέιρο είναι μια φυσική καλλονή κι ο θείος Ερνέστο Αλτέριο κλέβει την παράσταση με τον πιο αβανταδόρικο, άλλωστε, ρόλο. Κλισέ κατά στιγμές, μελοδραματικό κατά άλλες και ταυτόχρονα εξαιρετικά υποβλητικό και μ’ έναν μαγικό, απαλό ρομαντισμό, το φιλμ είναι τόσο κοινότυπο όσο μια απλή ιστορία ενηλικίωσης και ακριβώς τόσο μοναδικό και αξέχαστο.