Η ιστορία ενηλικίωσης του 21χρονου Μερτκάν κάτω από τη βαριά σκιά του πατέρα του στη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη – μία πόλη που πατάει με το ένα πόδι στην οικονομική ανάπτυξη και με το άλλο αρνείται να ξεφύγει από τις σωβινιστικές παραδόσεις της τουρκικής πλειοψηφίας.
Ο πατέρας του Μερτκάν είναι μεγαλοεργολάβος – χτίζει την «νέα Τουρκία», σύμφωνα με τα πακέτα ανάπτυξης που θέλουν τη χώρα να προάγει ένα μοντέρνο προφίλ. Αυτή η υπόσχεση εκμοντερνισμού όμως είναι καθαρά οικονομική και ασύνδετη με την ουσιαστική πρόοδο. Καλύπτει πολύ βολικά τις νεόπλουτες ανάγκες ενός άντρα που επιστρέφοντας στο σπίτι περιμένει το φαγητό στο τραπέζι, τη γυναίκα του σιωπηλά παρούσα και το γιο του πειθαρχημένο στο προδιαγεγραμμένο μέλλον του: στρατός, οικογενειακή επιχείρηση, ένας καλός γάμος.
Ο Μερτκάν είναι στην ηλικία που η συνείδηση και οι ορμές του δεν έχουν πέσει ακόμα σε λήθαργο, αλλά οι κοινωνικές απαιτήσεις του τι σημαίνει «άντρας» του δημιουργούν ένα πλέγμα ενοχών, ευνουχισμού και ανικανότητας να ωριμάσει. Το πρότυπο του άντρα είναι ένας πατέρας ανατολίτικα καταπιεστικός, σιωπηλά βίαιος, που επιβάλλεται με την απλότητα του αρχηγού της οικογένειας που δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Νομοδιαφεύγει από μαγκιά, σπάει το αυτοκίνητο του γείτονα από εκδικητική ευθιξία, φοράει τις παντόφλες του κάθε βράδυ που επιστρέφει στην βουβή, βλοσυρή, αποξενωμένη του στέγη, ικανοποιημένος γιατί τα έχει όλα σε τάξη. Η γυναίκα του ξυπνάει τα βράδια και καπνίζει στην κουζίνα της κλαίγοντας.
Οταν ο Μερτκάν γνωρίζει την Γκιουλ, μία Κούρδα γκαρσόνα σε φαστφουντάδικο, ένστικτα και πρότυπα συγκρούονται. Ο άντρας ερωτεύεται, ο «άντρας» δεν ξέρει καν πώς να το εκφράσει, να το διεκδικήσει, να το ευχαριστηθεί. Οι ρατσιστικές καταβολές του εθνικιστή πατέρα του έχουν διαπεράσει και στο δικό του κοινωνικοποιημένο ασυνείδητο, τον ενοχοποιούν, τον σταματούν και τον τυφλώνουν μπροστά στην ειρωνική πραγματικότητα: η κατώτερη, «γύφτισσα» Γκιουλ είναι το πραγματικό σύμβολο προόδου - μία κοπέλα που έχει ξεπεράσει το παρελθόν, έχει απορρίψει την προηγούμενη γενιά και χτίζει το μέλλον της σπουδάζοντας, δουλεύοντας, κάνοντας όνειρα.
Είναι αξιέπαινο το πώς ο Σερέν Γιουτζέ, στο σκηνοθετικό του αυτό ντεμπούτο, καταφέρνει να αποτυπώσει το βαθιά πολιτικό, μέσα από το οικογενειακό. Και το κάνει μινιμαλιστικά, ψύχραιμα, χωρίς κορώνες. Με νεορεαλιστική παρατήρηση, νατουραλιστικούς διαλόγους, αληθινούς ανθρώπους.
Ακόμα πιο θαυμαστή όμως είναι η κοινωνική του θέση και παρέμβαση σ’ αυτόν τον πολιτικό διάλογο: έχουμε συνηθίσει να εκφράζουμε μέσα από τις τέχνες την γυναικεία καταπίεση, όμως οι πατριαρχικές κοινωνίες ισοπεδώνουν και τους ίδιους τους άντρες, κι αυτό συμβαίνει πολύ πιο ύπουλα, σιωπηλά, σχεδόν συνωμοτικά. Τα αγόρια λαχταρούν την αποδοχή του πατέρα, κι αυτό τους οδηγεί στο να μεταμορφώνονται σε εικόνα και ομοίωσή του, συνεχίζοντας το φαύλο κύκλο που από μουδιασμένα αντανακλαστικά αποκαλούμε «παράδοση». Και τον συντηρούμε ως ηχηρή πλειοψηφία.