Ο πατέρας ενός 12χρονου κοριτσιού με λευχαιμία, πρώην δάσκαλος λογοτεχνίας αλλά εδώ κι 6 μήνες άνεργος, ξεπουλάει όλα του τα βιβλία για να κάνει την έκπληξη στην ετοιμοθάνατη κόρη του: να της αγοράσει ένα φόρεμα, ένα μοναδικό designer κομμάτι που φοράει το anime pop icon «Magical Girl». Μόνο που το φόρεμα κοστίζει 7.000 ευρώ και τα βιβλία στην Ισπανία της κρίσης πωλούνται με το κιλό για πενταροδεκάρες. Μία όμορφη γυναίκα, ψυχικά διαταραγμένη μαζοχίστρια, έχει διασωθεί από ένα αδιευκρίνιστα σκοτεινό παρελθόν από τον πλούσιο σύζυγό της, έναν παγερό control freak που την κλειδώνει στη δυστυχισμένη, εξαρτημένη της πραγματικότητα. Ενας γέροντας δάσκαλος αποφυλακίζεται για ένα έγκλημα που έκανε 10 χρόνια πριν. Το μόνο που θέλει είναι να τον αφήσουν τα φαντάσματα του παρελθόντος ήσυχο για να φτιάχνει τα χιλιάδων κομμάτια παζλ του...
Ενα παζλ συνθέτει κι ο Κάρλος Βερμούτ στο βραβευμένο με το «Χρυσό Κοχύλι» του Σαν Σεμπαστιάν «Magical Girl». Μία ταινία χωρισμένη σε σπονδυλωτές ιστορίες και σε υποκεφάλαια-βινιέτες «Κόσμος» / «Σατανάς» / «Σάρκα» (τα οποία είναι, σύμφωνα με την κατήχηση των καθολικών σχολείων, οι 3 εχθροί της ψυχής), διχασμένη σε κοινωνικές τάξεις, κατακερματισμένη σε μικρά και μεγάλα κομμάτια απόγνωσης, εκμετάλλευσης, διαστροφής της ανθρώπινης φύσης. Ακόμα κι όταν η Μπάρμπαρα, η παγιδευμένη στο γάμο και τις ψυχώσεις της ηρωίδα, σπάει με το κεφάλι της τον ολόσωμο καθρέφτη, ο Βερμούτ την κινηματογραφεί να μαζεύει τα κομμάτια (της) σαν να έχει σκύψει πάνω από ένα παζλ. Ενα παζλ που μας ενώνει στα ποταπά μας ένστικτα, την κατάντια και το κάρμα μας.
Ο Βερμούτ ακολουθώντας ένα περίεργο μείγμα επιρροών (από Μπουνιουέλ και Σάουρα, μέχρι Ταραντίνο, Αλμοδόβαρ και... Γιώργο Λάνθιμο) κατασκευάζει άρτια μία εντελώς δική του υπογραφή. Ενα παγερό αλλά επιδραστικό στο θεατή σύμπαν, μία ταινία που κινείται με υπνωτικούς ρυθμούς αλλά πυκνή υποβλητική ατμόσφαιρα, μία νιχιλιστική ιστορία που σε κρατά αμήχανο στην άκρη της καρέκλας σου με τα μάτια τεντωμένα ανοιχτά και τη βουλιαγμένη καρδιά σου να εύχεται μία στιγμή μαγείας που να δικαιώνει τον (κυνικό;) τίτλο.
Μόνο που ο Βερμούτ δεν έχει σκοπό να αποφορτίσει την κάθοδο στην κόλαση, παρά μόνο με μερικές στιγμές off beat χιούμορ. Δε γελάς, όσο παγώνεις περισσότερο. Γιατί όταν ένας απελπισμένος εκβιαστής ζητά από το θύμα του να κρύψει τα λύτρα στην εθνική βιβλιοθήκη στον τόμο του Ισπανικού Συντάγματος (καθώς «αυτό το βιβλίο δεν το ανοίγει ποτέ κανείς»), η προφανής κριτική του «γιατί φτάσαμε ως εδώ» σε λούζει με το φλέγμα της. Οταν μία άτεκνη γυναίκα, που κρατά το μωρό των φίλων της, αστειεύεται («φαντάζομαι τα μούτρα σας αν το πέταγα ξαφνικά έξω από το παράθυρο»), ανατριχιάζεις γιατί, παράλογα, την καταλαβαίνεις. Οταν ένα μικρό ετοιμοθάνατο κοριτσάκι ζητά από τον πατέρα της τζιν με τόνικ κι ένα τσιγάρο, κι αυτός μέσα στο absurdism της στιγμής συνειδητοποιεί τη ματαιότητα και της τα προσφέρει, βουρκώνεις.
Το μπουνιουελικό (και σε στιγμές «Κυνοδοντικό») κλίμα της ταινίας δεν σου επιτρέπει πραγματική συγκίνηση, όσο σοκ στις αισθήσεις και εγκεφαλικό θαυμασμό για το χειρισμό των κυκλικών θεμάτων και της φόρμας. Το «Magical Girl» στέκεται ως ψυχρή κινηματογραφική κριτική της «χώρας των ταυρομάχων», κατοίκων παγιδευμένων ανάμεσα στο εθνικό τους pasión και το αδίστακτο δυτικό καπιταλιστικό όνειρο. Σ' αυτό όμως το πολιτικό, διαπροσωπικό και υπαρξιακό παζλ θα λείπει πάντα ένα κομμάτι: αυτό της ευθύνης, της δικαιοσύνης, της ίσης ευκαιρίας στην ευτυχία.