O μικρός Αρτούρο γεννιέται στο Παλέρμο της δεκαετίας του '70 - την μέρα που ο διαβόητος Βίτο Τσιαντσιμίνο εκλέγεται Δήμαρχος και ο μεγαλομαφιόζος Σαλβατόρε Ρίνα οργανώνει ένα θρυλικό αιματοβαμμένο ξεκαθάρισμα. Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον στη Σικελία, το μικρό αγόρι μαθαίνει να μην τρομάζει με τους συνεχείς σκοτωμούς, πιστεύοντας δύο λανθασμένους αστικούς μύθους: δολοφονούνται μόνο όσοι ερωτεύονται και η Μαφία σκοτώνει μόνο το καλοκαίρι. Τα πράγματα περιπλέκουν όταν η Φλόρα, ένα νέο κοριτσάκι, έρχεται στο σχολείο τους. Ο μικρός Αρτούρο την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Ταυτόχρονα, παθαίνει εμμονή με τη δημοσιογραφία (κι όσους θρυλικούς δημοσιογράφους καλύπτουν τη σκοτεινή διαπλοκή με τη Μαφία), αλλά και τον 7 φορές εκλεγμένο Πρωθυπουργό της Ιταλίας, Τζούλιο Αντρεότι. Τα χρόνια περνούν κι ο Αρτούρο θα ξανασυναντήσει τη Φλόρα το 1992, όταν όλοι έχουν ωριμάσει, πολλά έχουν απομυθοποιηθεί και έχουν μία πιο ξεκάθαρη, πικρή ματιά για όσα πραγματικά συμβαίνουν στο Παλέρμο.
Ο Πιερφρανσέσκο «Πιφ» Ντιλιμπέρτο κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, συνυπογράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί ως «Αρτούρο» σε μία ταινία που επιχειρεί να ξεστομίσει σύνθετες, καυστικές αλήθειες για τη βαθιά διαφθορά και την πολιτική naiveté μιας χώρας, μέσα από την επίφαση της ρομαντικής, κοινωνικής, λαϊκής κομεντί. Το περιτύλιγμα θυμίζει ρετρό, νοσταλγικές κωμωδίες εποχής, οι ήρωες συμπεριφέρονται με μία παλιομοδίτικη αφέλεια, τα (αληθινά) γεγονότα παρουσιάζονται ως τραγική αντίστιξη στην κατά τ' άλλα γραφική, ρομαντική αφήγηση ενός παιδικού παρελθόντος.
Αυτό δεν συμβαίνει τυχαία: είναι η κριτική του «Πιφ» (διάσημος στην Ιταλία για την τηλεοπτική του σάτιρα στα πολιτικά πράγματα - κάτι σαν ένα γειτονικό μας «Τζον Στιούαρτ») για τον ίδιο τον ιταλικό λαό. Μοιάζει με μία αλά «Φόρεστ Γκαμπ» σφαλιάρα στην ιταλική ανοχή, στον στρουθοκαμιλισμό των πολιτών, σε μία «εγκληματική αθωότητα» απέναντι στη χρόνια εγκληματική δράση της Κόζα Νόστρα και την εμπλοκή της κυβερνητικής εξουσίας.
Με γυρίσματα στη γενέτειρά του, το Παλέρμο, τα οποία έγιναν χωρίς να πληρωθούν οι τοπικοί μαφιόζοι προύχοντες για να προσφέρουν προστασία στο συνεργείο και την παραγωγή (έγινε διάσημο αυτό και στα credits υπάρχει αναφορά συμπαράστασης στο «Addiopizzo» κίνημα των επιχειρηματιών που αρνούνται να συνεργαστούν με τη Μαφία), ο Πιφ ακροβατεί μεταξύ πικρής αλήθειας (όλα τα συμβάντα είναι πραγματικά) και κατασκευασμένης τρυφερής κωμωδίας για να μιλήσει με θανάσιμη σοβαρότητα.
Τα καταφέρνει; Οχι απόλυτα. Ενώ είναι ικανός σκηνοθέτης και η ιδέα του είναι έξυπνη, η γραφικότητα του σεναρίου την υποβιβάζει. Δεν νιώθεις το ευφυές χέρι που κινεί τα νήματα - στις στιβαρές κωμωδίες φαίνεται το «επίτηδες» της αφέλειας, όσο το σενάριο παραμένει πανέξυπνο και με κότσια. Εδώ όλα φαντάζουν μπουφόνικα, εκλαϊκευμένα, «τρυφερά», παιδικά και κάπως εύκολα.
Ευκολόπιοτη όμως (και ίσως ιδανική για θερινό σινεμά), η rom-com μαφιόζικη κωμωδία του Ντιλιμπέρτο κερδίζει το κοινό (Βραβείο Κοινού στο Τορίνο και αντίστοιχο Καλύτερης Κωμωδίας για την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου) και μπορούμε να καταλάβουμε γιατί: η κωμωδία είναι πάντα καλοδεχούμενη κι ο «Πιφ» ηγείται της ταινίας ως ένα συμπαθητικό παιδί του λαού.
Καλοκαίρι είναι. Η Μαφία δε θα σκοτώσει, παρά μόνο ίσως το χρόνο σας.