Ενα 11χρονο αγόρι από την Τσετσενία ζει ως πρόσφυγας στη Βιέννη. Η ζωή του αναστατώνεται όταν εμφανίζεται ξαφνικά ένας φίλος του νεκρού πατέρα του.
Το «Macondo» δανείζεται το όνομά του από έναν οικισμό προσφύγων στα προάστια της Βιέννης που ιδρύθηκε στην δεκαετία του 50 κι από τότε έχει φιλοξενήσει ολόκληρες γενιές ανθρώπων που έφτασαν στην Αυστρία αναζητώντας άσυλο. Σήμερα, αποτελεί το σπίτι περίπου δύο χιλιάδων προσφύγων, από είκοσι διαφορετικές χώρες, που περιμένουν την ευκαιρία να ενσωματωθούν στην χώρα.
Ενας από αυτούς είναι ο εντεκάχρονος Ραμαζάν από την Τσετσενία που ζει εκεί με την μητέρα του και τις δύο μικρότερες αδελφές του. Ο πατέρας του έχει πεθάνει στον πόλεμο ενάντια στους Ρώσους κι ο Ραμαζάν, που μιλά καλύτερα τα γερμανικά από την μητέρα του, έχει άθελά του αναλάβει τον ρόλο που κανονικά θα είχε ένας ενήλικας.
Μόνο που ένα εντεκάχρονο παιδί, όσο κι αν αναγκάζεται από τις συνθήκες να ωριμάσει πιο γρήγορα απ΄ότι θα έπρεπε, παραμένει ένα εντεκάχρονο παιδί. Κι ο Ραμαζάν θα συμπεριφερθεί ως τέτοιο, όταν ένας φίλος του πατέρα του θα φτάσει στον οικισμό και θα τον φέρει αντιμέτωπο με την εικόνα του απόντα γονιού του, όχι ως ενός «ήρωα πολέμου», αλλά ως αληθινού ανθρώπου.
Με έναν εξαιρετικό μικρό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του Ραμαζάν Μινκαΐλοφ και μια καθαρή ματιά στην πραγματικότητα μιας κοινότητας ανθρώπων που ζει σε πολιτικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό limbo, το φιλμ της Μορτεζάι έχει την λιτή αυθεντικότητα ενός ντοκιμαντέρ και την ενδιαφέρουσα πολυπλοκότητα μια ταινίας μυθοπλασίας.
Η σκηνοθέτης δούλεψε με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, πολλοί από τους οποίους είναι κάτοικοι του οικισμού, αλλά κατορθώνει να αποφύγει την παγίδα του να κάνει μια ταινία καταγγελίας, ή ένα υπερβολικά «ευαισθητοποιημένο» δράμα. Αντίθετα, χρησιμοποιεί τον τόπο και τις συνθήκες του, για να αφηγηθεί μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή, με τρόπο αφαιρετικό και μετρημένο. Και γι αυτό, αποτελεσματικό.